indispensable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

indispensable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "indispensable" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "indispensable" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /indispensable/.

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "indispensable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απαραίτητο και δεν μπορεί να απουσιάζει. Είναι συχνά σε χρήση στα πλαίσια του νόμου για να δηλώσει ένα στοιχείο ή μια προϋπόθεση που είναι κρίσιμη και δεν μπορεί να παραλειφθεί. Η χρήση της είναι κοινή και στους δύο τομείς, γενικό και νομικό. Συνήθως εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά είναι κατανοητή και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Este testimonio es indispensable para el caso.
  2. Αυτή η κατάθεση είναι απαραίτητη για την υπόθεση.

  3. La educación es un recurso indispensable en la vida personal y profesional.

  4. Η εκπαίδευση είναι ένας αναγκαίος πόρος στη προσωπική και επαγγελματική ζωή.

  5. Tener un abogado competente es indispensable en cualquier proceso legal.

  6. Η ύπαρξη ενός ικανού δικηγόρου είναι απαραίτητη σε κάθε νομική διαδικασία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "indispensable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που καθιστούν την έννοια της αναγκαιότητας.

  1. Es indispensable tomar medidas.
  2. Είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα.

  3. Una buena comunicación es indispensable para el éxito.

  4. Μια καλή επικοινωνία είναι απαραίτητη για την επιτυχία.

  5. La atención médica es indispensable para todos.

  6. Η ιατρική φροντίδα είναι απαραίτητη για όλους.

  7. Un equipo de trabajo colaborativo es indispensable en proyectos complejos.

  8. Μια συνεργατική ομάδα είναι απαραίτητη σε πολύπλοκες έργα.

  9. La confianza mutua es indispensable en cualquier relación.

  10. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε σχέση.

Ετυμολογία

Η λέξη "indispensable" προέρχεται από τα λατινικά "indispensabilis", το οποίο είναι συνδυασμός του "in-" (χωρίς) και "dispensabilis" (μπορεί να παραλειφθεί). Αυτή η έννοια μεταφράζεται στην ικανότητα ή την πιθανότητα κάτι να είναι απαραίτητο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - esencial - necesario - vital

Αντώνυμα: - prescindible - opcional - innecesario



22-07-2024