Η λέξη "indispensable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "indispensable" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /indispensable/.
Η λέξη "indispensable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απαραίτητο και δεν μπορεί να απουσιάζει. Είναι συχνά σε χρήση στα πλαίσια του νόμου για να δηλώσει ένα στοιχείο ή μια προϋπόθεση που είναι κρίσιμη και δεν μπορεί να παραλειφθεί. Η χρήση της είναι κοινή και στους δύο τομείς, γενικό και νομικό. Συνήθως εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά είναι κατανοητή και στον προφορικό λόγο.
Αυτή η κατάθεση είναι απαραίτητη για την υπόθεση.
La educación es un recurso indispensable en la vida personal y profesional.
Η εκπαίδευση είναι ένας αναγκαίος πόρος στη προσωπική και επαγγελματική ζωή.
Tener un abogado competente es indispensable en cualquier proceso legal.
Η λέξη "indispensable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που καθιστούν την έννοια της αναγκαιότητας.
Είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα.
Una buena comunicación es indispensable para el éxito.
Μια καλή επικοινωνία είναι απαραίτητη για την επιτυχία.
La atención médica es indispensable para todos.
Η ιατρική φροντίδα είναι απαραίτητη για όλους.
Un equipo de trabajo colaborativo es indispensable en proyectos complejos.
Μια συνεργατική ομάδα είναι απαραίτητη σε πολύπλοκες έργα.
La confianza mutua es indispensable en cualquier relación.
Η λέξη "indispensable" προέρχεται από τα λατινικά "indispensabilis", το οποίο είναι συνδυασμός του "in-" (χωρίς) και "dispensabilis" (μπορεί να παραλειφθεί). Αυτή η έννοια μεταφράζεται στην ικανότητα ή την πιθανότητα κάτι να είναι απαραίτητο.
Συνώνυμα: - esencial - necesario - vital
Αντώνυμα: - prescindible - opcional - innecesario