indispuesto: Επίθετο.
/indisˈpwesto/
Η λέξη indispuesto στα Ισπανικά σημαίνει "αδιάθετος" ή "σε κακή κατάσταση". Η χρήση της αφορά κυρίως την περιγραφή μιας κατάστασης υγείας ή διάθεσης κάποιου ατόμου. Χρησιμοποιείται επίσης σε πιο γενικές ταυτότητες που σχετίζονται με δυσκολία ή περιορισμούς. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
Σήμερα νιώθω αδιάθετος και δεν μπορώ να πάω στη δουλειά.
El médico dijo que estaba indispuesto debido a un resfriado.
Ο γιατρός είπε ότι ήταν αδιάθετος λόγω κρυολογήματος.
No puedo asistir a la reunión porque estoy indispuesto.
Η λέξη indispuesto μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι σε κατάσταση να εργαστεί.
Su indisposición lo llevó a cancelar el viaje.
Η αδιάθεσή του τον οδήγησε να ακυρώσει το ταξίδι.
Ella se sintió indispuesta después de la comida.
Αυτή ένιωσε αδιάθετη μετά το φαγητό.
Me da miedo quedarme indispuesto en un lugar desconocido.
Με τρομάζει να μείνω αδιάθετος σε μια άγνωστη τοποθεσία.
La indisposición de Juan hizo que los planes se cancelaran.
Η λέξη indispuesto προέρχεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "κατά") και το "dispuesto" (που σημαίνει "διατεθειμένος", "έτοιμος"). Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει την έλλειψη διαθεσιμότητας ή ετοιμότητας.
Συνώνυμα: - enfermo (άρρωστος) - mal (κακός) - descompuesto (χαλασμένος)
Αντώνυμα: - dispuesto (έτοιμος) - saludable (υγιής) - en forma (σε καλή κατάσταση)