Indistinto είναι επίθετο.
/indisˈtinto/
Η λέξη indistinto χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει σημαντική διαφορά ή διαφοροποίηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία. Σημαίνει ότι δεν έχει σημασία ή επιπτώσεις ποιο από τα αντίθετα θα επιλεγεί.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο στην ισπανική γλώσσα.
El resultado es indistinto para ambos equipos.
Το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο για τις δύο ομάδες.
Su elección es indistinta, lo que importa es su satisfacción.
Η επιλογή του είναι απαραίτητη, αυτό που μετράει είναι η ικανοποίησή του.
Para él, el color es indistinto; le gusta cualquier tono.
Για αυτόν, το χρώμα είναι αδιάφορο; του αρέσει κάθε απόχρωση.
Η λέξη indistinto δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε ορισμένες φράσεις.
Es indistinto, el resultado será el mismo.
Είναι αδιάφορο, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο.
Para mí, las dos opciones son indistintas.
Για μένα, οι δύο επιλογές είναι ισάξιες.
En este caso, es indistinto si decides ir o quedarte.
Σε αυτή την περίπτωση, είναι αδιάφορο αν αποφασίσεις να πας ή να μείνεις.
Η λέξη indistinto προέρχεται από το λατινικό "indistinctus", που σημαίνει "μη διακριτός".
Συνώνυμα: - indiferente - equivalente
Αντώνυμα: - distintivo - diferente