Η λέξη "indivisible" είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /indiviˈsiβle/
Η λέξη "indivisible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να διαιρεθεί ή να χωριστεί σε μέρη. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε γενικό, νομικό και μαθηματικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
La unidad del país es indivisible.
(Η ενότητα της χώρας είναι αδιαίρετη.)
En matemáticas, un número primo es indivisible por otros números.
(Στη μαθηματικά, ένας πρώτος αριθμός είναι αδιαίρετος από άλλους αριθμούς.)
Η λέξη "indivisible" βρίσκει εφαρμογή και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
La nación es una e indivisible.
(Η χώρα είναι μία και αδιαίρετη.)
Las comunidades deben permanecer indivisibles en tiempos de crisis.
(Οι κοινότητες πρέπει να παραμείνουν αδιαίρετες σε περιόδους κρίσης.)
En nuestra lucha, la solidaridad es indivisible.
(Στον αγώνα μας, η αλληλεγγύη είναι αδιαίρετη.)
Un pacto entre amigos es indivisible.
(Ένα σύμφωνο μεταξύ φίλων είναι αδιαίρετο.)
Η λέξη "indivisible" προέρχεται από το Λατινικό "indivisibilis", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που υποδηλώνει άρνηση) και το "divisibilis" (το οποίο προέρχεται από το "dividere", που σημαίνει "διαιρώ").
unido (ενωμένος)
Αντώνυμα: