Η λέξη "indolente" είναι επίθετο.
/iн.do'len.te/
Η λέξη "indolente" αναφέρεται σε κάποιον που έχει έλλειψη ενεργητικότητας ή ενθουσιασμού. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει άτομα που δείχνουν αδιαφορία ή αμέλεια για τα καθήκοντά τους. Συχνά χρησιμοποιείται και σε ιατρικό πλαίσιο για να περιγράψει ένα άτομο που δεν αντιδρά σωματικά ή ψυχολογικά σε ερεθίσματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
"Ella es muy indolente y nunca termina sus tareas."
"Αυτή είναι πολύ αδιάφορη και ποτέ δεν ολοκληρώνει τις δουλειές της."
"Un indolente no se preocupa por su salud."
"Ένας νωθρός δεν νοιάζεται για την υγεία του."
"Su actitud indolente en el trabajo le podría costar el empleo."
"Η αδιάφορη στάση του στη δουλειά μπορεί να του κοστίσει τη θέση."
"No seas indolente, ¡levántate y haz algo!"
"Μην είσαι τεμπέλης, σήκω και κάνε κάτι!"
"El indolente paso del tiempo hizo que perdimos la oportunidad."
"Η νωθρή πάροδος του χρόνου μας έκανε να χάσουμε την ευκαιρία."
"En el deporte, ser indolente no te llevará lejos."
"Στον αθλητισμό, το να είσαι αδιάφορος δεν θα σε πάει μακριά."
"A veces, la indolencia es solo una forma de escapar del estrés."
"Κάποιες φορές, η αδιαφορία είναι απλώς ένας τρόπος να ξεφύγεις από το άγχος."
"Vivir de manera indolente puede llevar a la insatisfacción."
"Η ζωή με αδιαφορία μπορεί να οδηγήσει στην ανικανοποίηση."
Η λέξη "indolente" προέρχεται από τα λατινικά "indolens", το οποίο σημαίνει "χωρίς πόνο" (in- "μη" + dolens "πόνου"). Η χρήση της έχει επεκταθεί για να περιγράψει και τη νοητική ή σωματική αδράνεια.
Συνώνυμα: - αδιάφορος - νωθρός - τεμπέλης
Αντώνυμα: - δραστήριος - ενεργητικός - ζωντανός