inducido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inducido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inducido" είναι επίθετο. Στη μορφή της μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inducido" είναι [in.duˈsi.ðo].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Οι βασικές μεταφράσεις της λέξης "inducido" στα Ελληνικά είναι: - Προκληθείς - Υποκινηθείς

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inducido" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι που έχει προκληθεί ή έχει υποκινηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά συμφραζόμενα, όπως η ιατρική και η φυσική, για να περιγράψει τις επιδράσεις ή τα φαινόμενα που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες. Αυτή η λέξη έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορική επικοινωνία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El experimento fue inducido por un cambio en la temperatura.
    (Το πείραμα προκλήθηκε από μια αλλαγή στη θερμοκρασία.)

  2. Los efectos inducidos por la medicina son importantes de estudiar.
    (Οι επιδράσεις που προκλήθηκαν από το φάρμακο είναι σημαντικό να μελετηθούν.)

  3. El comportamiento inducido en los sujetos revela patrones interesantes.
    (Η συμπεριφορά που προκλήθηκε στους υποκειμένους αποκαλύπτει ενδιαφέροντα μοτίβα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "inducido" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που να προδιαθέτουν νόημα.

  1. La razón inducida para su falta fue el mal tiempo.
    (Ο λόγος που προκλήθηκε για την απουσία του ήταν ο κακός καιρός.)

  2. Cualquier efecto inducido en el sistema debe ser analizado.
    (Οποιοδήποτε αποτέλεσμα που προκλήθηκε στο σύστημα πρέπει να αναλυθεί.)

  3. La respuesta inducida por el estímulo fue inmediata.
    (Η απάντηση που προκλήθηκε από το ερέθισμα ήταν άμεση.)

  4. Se ha observado un comportamiento inducido en el grupo de estudio.
    (Έχει παρατηρηθεί μια συμπεριφορά που προκλήθηκε στην ομάδα μελέτης.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inducido" προέρχεται από το λατινικό "inducere", που σημαίνει "οδηγώ σε" ή "προκαλώ". Είναι η συμμετοχή του παθητικού παρελθόντος στο γερμανικό ρήμα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Provocado (προκληθείς) - Sometido (υποκινηθείς)

Αντώνυμα: - Evitado (αποφεύγεται) - Desalojado (απελευθερωμένος)



23-07-2024