Η λέξη "inducido" είναι επίθετο. Στη μορφή της μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inducido" είναι [in.duˈsi.ðo].
Οι βασικές μεταφράσεις της λέξης "inducido" στα Ελληνικά είναι: - Προκληθείς - Υποκινηθείς
Η λέξη "inducido" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι που έχει προκληθεί ή έχει υποκινηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά συμφραζόμενα, όπως η ιατρική και η φυσική, για να περιγράψει τις επιδράσεις ή τα φαινόμενα που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες. Αυτή η λέξη έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορική επικοινωνία.
El experimento fue inducido por un cambio en la temperatura.
(Το πείραμα προκλήθηκε από μια αλλαγή στη θερμοκρασία.)
Los efectos inducidos por la medicina son importantes de estudiar.
(Οι επιδράσεις που προκλήθηκαν από το φάρμακο είναι σημαντικό να μελετηθούν.)
El comportamiento inducido en los sujetos revela patrones interesantes.
(Η συμπεριφορά που προκλήθηκε στους υποκειμένους αποκαλύπτει ενδιαφέροντα μοτίβα.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "inducido" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που να προδιαθέτουν νόημα.
La razón inducida para su falta fue el mal tiempo.
(Ο λόγος που προκλήθηκε για την απουσία του ήταν ο κακός καιρός.)
Cualquier efecto inducido en el sistema debe ser analizado.
(Οποιοδήποτε αποτέλεσμα που προκλήθηκε στο σύστημα πρέπει να αναλυθεί.)
La respuesta inducida por el estímulo fue inmediata.
(Η απάντηση που προκλήθηκε από το ερέθισμα ήταν άμεση.)
Se ha observado un comportamiento inducido en el grupo de estudio.
(Έχει παρατηρηθεί μια συμπεριφορά που προκλήθηκε στην ομάδα μελέτης.)
Η λέξη "inducido" προέρχεται από το λατινικό "inducere", που σημαίνει "οδηγώ σε" ή "προκαλώ". Είναι η συμμετοχή του παθητικού παρελθόντος στο γερμανικό ρήμα.
Συνώνυμα: - Provocado (προκληθείς) - Sometido (υποκινηθείς)
Αντώνυμα: - Evitado (αποφεύγεται) - Desalojado (απελευθερωμένος)