Η λέξη "indudable" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈduðaβle/
Η λέξη "indudable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν αμφισβητείται ή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στις προφορικές και γραπτές μορφές της ισπανικής γλώσσας, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτές εκφράσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε επιχειρηματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι χρειαζόμαστε μια αλλαγή.
Su talento es indudable en la música.
Το ταλέντο του στη μουσική είναι αναμφισβήτητο.
Hay indudables ventajas de trabajar en equipo.
Η λέξη "indudable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως για να τονίσει την σαφήνεια ή τη βεβαιότητα κάποιου γεγονότος ή γνώμης.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αλήθεια πάντα βγαίνει στο φως.
El éxito de este proyecto es indudable.
Η επιτυχία αυτού του έργου είναι αναμφισβήτητη.
Su liderazgo es indudable en la comunidad.
Η ηγεσία του είναι αδιαμφισβήτητη στην κοινότητα.
Indudablemente, deberíamos invertir en educación.
Η λέξη "indudable" προέρχεται από το προθετικό "in-" που σημαίνει "όχι" και το "dudable", που σχετίζεται με την ικανότητα να αμφισβητείς ("duda", που σημαίνει "αμφιβολία"). Δηλαδή, κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Συνώνυμα: - innegable - evidente
Αντώνυμα: - dudable - discutible