indudable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

indudable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "indudable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /inˈduðaβle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "indudable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν αμφισβητείται ή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στις προφορικές και γραπτές μορφές της ισπανικής γλώσσας, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτές εκφράσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε επιχειρηματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Es indudable que necesitamos un cambio.
  2. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι χρειαζόμαστε μια αλλαγή.

  3. Su talento es indudable en la música.

  4. Το ταλέντο του στη μουσική είναι αναμφισβήτητο.

  5. Hay indudables ventajas de trabajar en equipo.

  6. Υπάρχουν αδιαμφισβήτητες πλεονεκτήματα στην ομαδική εργασία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "indudable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως για να τονίσει την σαφήνεια ή τη βεβαιότητα κάποιου γεγονότος ή γνώμης.

  1. Es indudable que la verdad siempre sale a la luz.
  2. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αλήθεια πάντα βγαίνει στο φως.

  3. El éxito de este proyecto es indudable.

  4. Η επιτυχία αυτού του έργου είναι αναμφισβήτητη.

  5. Su liderazgo es indudable en la comunidad.

  6. Η ηγεσία του είναι αδιαμφισβήτητη στην κοινότητα.

  7. Indudablemente, deberíamos invertir en educación.

  8. Αδιαμφισβήτητα, θα πρέπει να επενδύσουμε στην εκπαίδευση.

Ετυμολογία

Η λέξη "indudable" προέρχεται από το προθετικό "in-" που σημαίνει "όχι" και το "dudable", που σχετίζεται με την ικανότητα να αμφισβητείς ("duda", που σημαίνει "αμφιβολία"). Δηλαδή, κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - innegable - evidente

Αντώνυμα: - dudable - discutible



23-07-2024