Η λέξη "indulgencia" είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "indulgencia" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [in.dulˈxen.sja].
Η λέξη "indulgencia" αναφέρεται στη πρακτική του να δείχνει κάποιος επιείκεια ή να συγχωρεί ασήμαντες αμαρτίες. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του θρησκευτικού και νομικού λόγου, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε καθημερινές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
La indulgencia hacia los errores ajenos es una virtud.
(Η επιείκεια προς τα λάθη των άλλων είναι μια αρετή.)
Se requiere indulgencia en este caso para resolver el problema.
(Απαιτείται επιείκεια σε αυτήν την περίπτωση για να λυθεί το πρόβλημα.)
Η λέξη "indulgencia" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Indulgencia plena
(Πλήρης επιείκεια)
"El sacerdote le otorgó una indulgencia plena por sus pecados."
(Ο ιερέας του χορήγησε πλήρη επιείκεια για τα αμαρτήματά του.)
Indulgencia hacia uno mismo
(Επιείκεια προς τον εαυτό)
"Debemos aprender a tener indulgencia hacia uno mismo cuando cometemos errores."
(Πρέπει να μάθουμε να δείχνουμε επιείκεια προς τον εαυτό μας όταν κάνουμε λάθη.)
Indulgencia en el juicio
(Επιείκεια στην κρίση)
"El juez mostró indulgencia en el juicio, considerando las circunstancias del acusado."
(Ο δικαστής έδειξε επιείκεια στην κρίση, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του κατηγορουμένου.)
Η λέξη "indulgencia" προέρχεται από το λατινικό "indulgentia", που σημαίνει "επιείκεια" ή "συγχώρεση". Η ρίζα "indulgere" σημαίνει "να είναι πρόθυμος να συγχωρήσει".
Συνώνυμα: - Compasión (συμπόνια) - Benevolencia (καλοσύνη)
Αντώνυμα: - Rigidez (ακαμψία) - Severidad (αυστηρότητα)