Η λέξη indulgente είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης indulgente είναι [in.dulˈxen.te].
Η λέξη indulgente χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι επιεικής ή ανεκτικός, συνήθως σε σχέση με την τιμωρία ή την κριτική άλλων. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, αλλά κυρίως στην καθημερινή γλώσσα και στη νομική ορολογία αναφορικά με την κατανόηση και την αποδοχή σφαλμάτων ή αδυναμιών. Είναι συχνά πιο κοινή στη γραπτή γλώσσα, αλλά και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την ηθική και την ψυχολογία.
Η δασκάλα ήταν επιεικής με τους μαθητές που έφταναν αργά.
Es importante ser indulgente con uno mismo para poder aprender de los errores.
Είναι σημαντικό να είμαστε ανεκτικοί με τον εαυτό μας για να μπορέσουμε να μάθουμε από τα λάθη.
El juez fue indulgente en su sentencia debido a las circunstancias atenuantes.
Η λέξη indulgente χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές, όπως:
Να μην είσαι επιεικής με τον εαυτό σου.
Ser indulgente con los errores ajenos.
Να είσαι ανεκτικός με τα λάθη των άλλων.
Un padre indulgente.
Ένας επιεικής πατέρας.
Actuar con una actitud indulgente.
Η λέξη indulgente προέρχεται από τα λατινικά "indulgentem", που είναι η ονομαστική του "indulgens", το οποίο προέρχεται από το "indulgere", που σημαίνει "να συγχωρείς" ή "να είσαι επιεικής".
Συνώνυμα: - επιεικής (benigno) - συγκαταβατικός (sumiso) - ανεκτικός (tolerante)
Αντώνυμα: - αυστηρός (estricto) - σκληρός (duro) - αδιάφορος (indiferente)