Το "indulto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [inˈdulto]
Η λέξη "indulto" αναφέρεται σε μια επίσημη πράξη που αποδεσμεύει κάποιον από ποινή ή τιμωρία. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική γλώσσα και σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την απονομή δικαιοσύνης. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο αυξημένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα και έγγραφα.
El presidente firmó el indulto para los presos políticos.
(Ο πρόεδρος υπέγραψε τη χάρη για τους πολιτικούς κρατούμενους.)
Muchas personas esperan un indulto en estas fiestas.
(Πολλοί άνθρωποι περιμένουν μια αμνηστία κατά αυτές τις γιορτές.)
Η λέξη "indulto" δεν είναι ευρέως γνωστή για ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε κάποιες φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Pedir indulto no es fácil en tiempos de crisis."
(Να ζητήσεις χάρη δεν είναι εύκολο σε περιόδους κρίσης.)
"El indulto es un acto de clemencia que muchos anhelan."
(Η χάρη είναι μια πράξη συγχωρητικότητας που πολλοί επιθυμούν.)
"Recibir un indulto puede cambiar la vida de una persona."
(Η λήψη μιας χάρης μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ατόμου.)
Η λέξη "indulto" προέρχεται από το λατινικό "indultus", που σημαίνει "που έχει δοθεί ή παραχωρηθεί".
Συνώνυμα:
- gracia
- amnistía
- exoneración
Αντώνυμα:
- condena
- castigo
- pena