Η λέξη "indumentaria" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [in.ðum.en.ˈta.ɾja]
Η λέξη "indumentaria" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ένδυση" ή "ρουχισμός".
Η λέξη "indumentaria" αναφέρεται στο σύνολο των ενδυμάτων ή ρούχων που χρησιμοποιούνται από ένα άτομο. Χρησιμοποιείται συχνά σε συγκείμενα που σχετίζονται με τη μόδα, τη σκηνική παραγωγή ή άλλες μορφές οργάνωσης των ρούχων. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό κείμενο, όπως σε περιοδικά μόδας ή ακαδημαϊκές μελέτες.
Η ένδυση της ομάδας είναι πολύ εντυπωσιακή.
La indumentaria tradicional refleja la cultura del lugar.
Η παραδοσιακή ένδυση αντικατοπτρίζει τον πολιτισμό του τόπου.
Para el baile, se necesita indumentaria especial.
Η λέξη "indumentaria" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συγκείμενα που σχετίζονται με ρούχα. Ακολουθούν μερικές χρησιμοποιήσεις της λέξης:
Κατάλληλη ένδυση για κάθε περίσταση.
Lo que llevas puesto es parte de tu indumentaria diaria.
Αυτό που φοράς είναι μέρος της καθημερινής σου ένδυσης.
La indumentaria militar es muy particular.
Η στρατιωτική ένδυση είναι πολύ ιδιαίτερη.
El desfile mostró varias indumentarias culturales.
Η παρέλαση παρουσίασε διάφορες πολιτιστικές ενδυμασίες.
La indumentaria de trabajo debe ser cómoda y funcional.
Η εργασία ένδυση πρέπει να είναι άνετη και λειτουργική.
En el teatro, la indumentaria ayuda a contar la historia.
Στο θέατρο, η ένδυση βοηθά στην αφήγηση της ιστορίας.
La indumentaria de los festivales es a menudo colorida.
Η λέξη "indumentaria" προέρχεται από το λατινικό "indumentarium", το οποίο σημαίνει το σύνολο των ρούχων ή της ένδυσης.
Συνώνυμα: - Ropa (ρούχα) - Vestimenta (ένδυση)
Αντώνυμα: - Desnudez (γυμνότητα) - Desvestirse (γυμνώνω, απογυμνώνω)
Αυτές οι πληροφορίες σας παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "indumentaria" και της χρησιμότητάς της στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα.