Η λέξη "industrial" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "industrial" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ɪnˈdʌstriəl/.
Η λέξη "industrial" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - βιομηχανικός - βιομηχανίας
Η λέξη "industrial" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη βιομηχανία, την παραγωγή ή την κατασκευή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει διαδικασίες, προϊόντα, οργάνωση ή δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή εμπορευμάτων. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ότι χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Η βιομηχανική περιοχή της πόλης έχει αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.
Es importante invertir en tecnología industrial para mejorar la eficiencia.
Η λέξη "industrial" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η φράση αναφέρεται σε γεγονότα ή καταστάσεις που προέρχονται από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
Estrategias industriales.
Αντικατοπτρίζει τις στρατηγικές που αναπτύσσονται για την ανάπτυξη και διεύρυνση της βιομηχανίας.
Política industrial.
Αναφέρεται στους κανονισμούς και τις κατευθύνσεις που επηρεάζουν τη βιομηχανία σε μια χώρα.
Zona industrializada.
Η λέξη "industrial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "industrialis", που σημαίνει «ό,τι σχετίζεται με τη δραστηριότητα ή την εργασία». Συνδέεται με τη λέξη "industria", που αναφέρεται στη σκληρή δουλειά και την παραγωγή.
Συνώνυμα: - Βιομηχανικός - Παραγωγικός
Αντώνυμα: - Αγροτικός - Φυσικός
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "industrial" στη γλώσσα Ισπανικά, με έμφαση στην κατανόησή της σε διάφορους τομείς, ιδίως στην οικονομία.