Inefable είναι επίθετο.
/ineˈfable/
Η λέξη inefable σημαίνει κάτι που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια, κάτι τόσο εκπληκτικό ή θαυμάσιο που δεν μπορεί να αποδοθεί σε λέξεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει κάτι που προκαλεί έντονα συναισθήματα ή εντυπώσεις και δεν μπορεί να κατανοηθεί πληρέστερα.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά κείμενα ή ποιήματα.
Συχνότητα χρήσης: Θεωρείται σχετικά λιγότερο συχνή λέξη στην καθημερινή ομιλία, αλλά φαίνεται σε πιο εξεζητημένα κείμενα.
"Η ομορφιά της φύσης είναι ακατάλληλη για περιγραφή."
"Su amor por la música es inefable."
"Η αγάπη του για τη μουσική είναι απέραντη."
"Hay experiencias que son inefables."
"Η αγάπη μιας μητέρας είναι ακατάλληλη για περιγραφή."
"La felicidad que sentí en ese momento fue inefable."
"Η ευτυχία που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν απερίγραπτη."
"La belleza del atardecer era inefable."
"Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος ήταν ανεξήγητη."
"Los recuerdos de mi infancia son inefables."
"Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι αναντικατάστατες."
"La experiencia de viajar por el mundo es inefable."
Η λέξη inefable προέρχεται από το ισπανικό "inefable," το οποίο σχηματίζεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και την απόλυτη ρίζα "fable," η οποία προέρχεται από το λατινικό "fabula" που σημαίνει "ιστορία" ή "παραμύθι".
Συνώνυμα: - Inexpresable (ανέκφραστος) - Indescriptible (μη περιγράψιμος)
Αντώνυμα: - Describible (περιγράψιμος) - Expresable (εκφράσιμος)