inefable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inefable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Inefable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ineˈfable/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη inefable σημαίνει κάτι που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια, κάτι τόσο εκπληκτικό ή θαυμάσιο που δεν μπορεί να αποδοθεί σε λέξεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει κάτι που προκαλεί έντονα συναισθήματα ή εντυπώσεις και δεν μπορεί να κατανοηθεί πληρέστερα.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά κείμενα ή ποιήματα.

Συχνότητα χρήσης: Θεωρείται σχετικά λιγότερο συχνή λέξη στην καθημερινή ομιλία, αλλά φαίνεται σε πιο εξεζητημένα κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "La belleza de la naturaleza es inefable."
  2. "Η ομορφιά της φύσης είναι ακατάλληλη για περιγραφή."

  3. "Su amor por la música es inefable."

  4. "Η αγάπη του για τη μουσική είναι απέραντη."

  5. "Hay experiencias que son inefables."

  6. "Υπάρχουν εμπειρίες που είναι ανεξήγητες."

Ιδωτισμοί με τη λέξη "inefable"

  1. "El amor de una madre es inefable."
  2. "Η αγάπη μιας μητέρας είναι ακατάλληλη για περιγραφή."

  3. "La felicidad que sentí en ese momento fue inefable."

  4. "Η ευτυχία που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν απερίγραπτη."

  5. "La belleza del atardecer era inefable."

  6. "Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος ήταν ανεξήγητη."

  7. "Los recuerdos de mi infancia son inefables."

  8. "Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι αναντικατάστατες."

  9. "La experiencia de viajar por el mundo es inefable."

  10. "Η εμπειρία του να ταξιδεύεις στον κόσμο είναι απερίγραπτη."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη inefable προέρχεται από το ισπανικό "inefable," το οποίο σχηματίζεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και την απόλυτη ρίζα "fable," η οποία προέρχεται από το λατινικό "fabula" που σημαίνει "ιστορία" ή "παραμύθι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Inexpresable (ανέκφραστος) - Indescriptible (μη περιγράψιμος)

Αντώνυμα: - Describible (περιγράψιμος) - Expresable (εκφράσιμος)



23-07-2024