Είναι επίθετο.
/ine.fi.'kaθ/
Η λέξη "ineficaz" σημαίνει ότι κάτι δεν είναι ικανό να παράξει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή που δεν είναι αποτελεσματικό. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διαφορετικά πλαίσια όπως η ιατρική, ο νόμος ή η πολυτεχνία για να περιγράψει μεθόδους, στρατηγικές ή εργαλεία που αποτυγχάνουν να επιτύχουν το σκοπό τους.
Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό κείμενο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτές αναφορές, κυρίως σε επαγγελματικά κείμενα ή επιστημονικές μελέτες.
Η θεραπεία αποδείχθηκε αναποτελεσματική για τον ασθενή.
Las medidas tomadas por el gobierno fueron ineficaces.
Η λέξη "ineficaz" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως σε συζητήσεις γύρω από αποτυχίες ή αδυναμίες.
Δηλαδή, η προσπάθειά του ήταν αναποτελεσματική.
A veces, las soluciones rápidas son ineficaces a largo plazo.
Μερικές φορές, οι γρήγορες λύσεις είναι αναποτελεσματικές μακροπρόθεσμα.
Un plan ineficaz puede llevar a resultados desastrosos.
Η λέξη "ineficaz" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση και τη ρίζα "eficaz" που προέρχεται από το λατινικό "efficax", το οποίο σημαίνει "αποτελεσματικός".
Συνώνυμα: - ineficiente - inútil
Αντώνυμα: - eficaz - efectivo