Επίθετο
/ineɾte/
Η λέξη "inerte" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που δεν παρουσιάζει κίνηση ή αλλαγή, είτε φυσικά είτε σε επίπεδο συμπεριφοράς. Εκφράζει την έννοια της αδράνειας, του να είναι κάποιος ή κάτι ανίκανος να αντιδράσει ή να ενεργήσει. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιημένη στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Los gases inertes no reaccionan con otros elementos.
(Τα αδρανή αέρια δεν αντιδρούν με άλλα στοιχεία.)
El paciente estaba inerte después del tratamiento.
(Ο ασθενής ήταν ανενεργός μετά την θεραπεία.)
Η λέξη "inerte" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, κυρίως αναφερόμενη στη μη αντίδραση ή στην αδράνεια:
Una mente inerte no aprende nada.
(Μια αδρανής σκέψη δεν μαθαίνει τίποτα.)
La situación se volvió inerte y todos se aburrieron.
(Η κατάσταση έγινε ανενεργή και όλοι βαρέθηκαν.)
Es inerte ante los problemas de su entorno.
(Είναι ανίκανος να αντιδράσει στα προβλήματα του περιβάλλοντός του.)
Η λέξη "inerte" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inerte", που σημαίνει "χωρίς δράση" ή "αδρανής". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με το "in-" (μη) και "artus" (να δράσει).
Συνώνυμα: - Pasivo (παθητικός) - Aletargado (νωθρός)
Αντώνυμα: - Activo (ενεργός) - Dinámico (δυναμικός)