Η λέξη inestable σημαίνει ότι κάτι είναι ασταθές ή αναξιόπιστο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που δεν έχουν σταθερότητα ή ασφάλεια. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, και η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδείγματα προτάσεων: 1. La situación económica del país es inestable. - Η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι ασταθής.
Η λέξη «inestable» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να τονίσει την έλλειψη σιγουριάς ή την αβεβαιότητα.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: 1. Estar en una relación inestable. - Να βρίσκεσαι σε μια ασταθή σχέση.
Η αγορά εργασίας είναι ασταθής αυτές τις εποχές.
Su estado emocional es inestable.
Η συναισθηματική του κατάσταση είναι ασταθής.
La política actual es muy inestable.
Η τρέχουσα πολιτική είναι πολύ ασταθής.
Este edificio es considerado inestable por los expertos.
Αυτό το κτίριο θεωρείται ασταθές από τους ειδικούς.
La situación internacional es inestable.
Η λέξη «inestable» προέρχεται από το λατινικό stabilis, που σημαίνει σταθερός, με το πρόθεμα in- που υποδηλώνει την αντίθεση, κάτι που οδηγεί στην έννοια του «μη σταθερού».
Συνώνυμα: - Variable (μεταβλητός) - Inseguro (ανασφαλής)
Αντώνυμα: - Estable (σταθερός) - Seguro (ασφαλής)