Η λέξη "inevitable" είναι επίθετο.
/ineβiˈtaβle/
Η λέξη "inevitable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αδύνατο να αποφευχθεί ή να αλλάξει. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί πιο συχνά σε γραπτά κείμενα ή νομικά έγγραφα λόγω του σοβαρού του περιεχομένου.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πράξεών μας.
La muerte es algo inevitable que todos debemos enfrentar.
Η λέξη "inevitable" χρησιμοποιείται και σε λίγες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Το αναπόφευκτο είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό.
Evitamos lo inevitable, pero siempre llega.
Αποφεύγουμε το αναπόφευκτο, αλλά αυτό πάντα έρχεται.
La verdad es inevitable y siempre sale a la luz.
Η αλήθεια είναι αναπόφευκτη και πάντα έρχεται στο φως.
No puedes detener lo inevitable, así que enfrenta la realidad.
Η λέξη "inevitable" προέρχεται από τα λατινικά "inevitabilis", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "όχι" και το ρήμα "evitare", που σημαίνει "να αποφεύγεις".
Συνώνυμα: - ineluctable - inexorable
Αντώνυμα: - evitable (αποφεύξιμος) - evadible (εξελιξίμος)