Επίθετο
[inexistente]
Η λέξη "inexistente" σημαίνει κάτι που δεν υπάρχει, είναι ανύπαρκτο ή δεν έχει υπόσταση. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα για να περιγράψει οτιδήποτε δεν υφίσταται ή έχει διαγραφεί. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, χωρίς να υπάρχει έντονη προτίμηση για κάποιο από τα δύο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, ωστόσο σε συγκεκριμένα πλαίσια (π.χ. φιλοσοφία, λογοτεχνία) μπορεί να αυξηθεί.
Η ιδέα ενός κόσμου χωρίς προβλήματα είναι ανύπαρκτη.
La evidencia de su culpabilidad es totalmente inexistente.
Η λέξη "inexistente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που ενισχύουν την έννοια της ανυπαρξίας. Ορίστε μερικές παραδείγματα:
Ένα ανύπαρκτο στήριγμα.
Un compromiso inexistente
Μια ανύπαρκτη δέσμευση.
Una relación inexistente
Μια ανύπαρκτη σχέση.
Un plan inexistente
Η λέξη "inexistente" προέρχεται από το λατινικό "inexistentem", που σημαίνει "μη υπάρχων". Συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και το ρήμα "existere" (που σημαίνει "υπάρχω").