Το "inexorable" είναι επίθετο.
Σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή του "inexorable" είναι: /ɪnˈɛksərəbl/.
Η λέξη "inexorable" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - αμείλικτος - ακατάπαυστος - αμετάκλητος
Η λέξη "inexorable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να σταματήσει ή να αποτρέψει, συχνά σε σχέση με μια διαδικασία ή ένα γεγονός που είναι αναπόφευκτο. Στους ισπανικά μιλώντας, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτές αναφορές, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε πιο επίσημα ή λογοτεχνικά πλαίσια.
Ο θάνατος είναι ένα αμείλικτο πεπρωμένο για όλους.
Sus planes eran inexorables, nada podría detenerlos.
Τα σχέδιά του ήταν αμετάκλητα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει.
La verdad es inexorable, siempre saldrá a la luz.
Η λέξη "inexorable" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις όπου περιγράφει αναπόφευκτες ενέργειες ή γεγονότα:
Ο χρόνος είναι αμείλικτος και δεν περιμένει κανέναν.
Las consecuencias de nuestras acciones son inexorables.
Οι συνέπειες των ενεργειών μας είναι ακατάπαυστες.
La historia tiene un curso inexorable que no podemos cambiar.
Η ιστορία έχει μια αμετάκλητη πορεία που δεν μπορούμε να αλλάξουμε.
La naturaleza sigue su ciclo inexorable, indiferente a nuestras preocupaciones.
Η λέξη "inexorable" προέρχεται από το λατινικό "inexorabilis", που συνίσταται από το πρόθεμα "in-" (μη) και "exorabilis" (που μπορεί να επηρεαστεί ή να παρακαλεθεί).
Συνώνυμα: - αμείλικτος - ακατάπαυστος - ανυποχώρητος
Αντώνυμα: - επιεικής - ευέλικτος - υποχωρητικός