inexorable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inexorable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inexorable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή του "inexorable" είναι: /ɪnˈɛksərəbl/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "inexorable" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - αμείλικτος - ακατάπαυστος - αμετάκλητος

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "inexorable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να σταματήσει ή να αποτρέψει, συχνά σε σχέση με μια διαδικασία ή ένα γεγονός που είναι αναπόφευκτο. Στους ισπανικά μιλώντας, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτές αναφορές, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε πιο επίσημα ή λογοτεχνικά πλαίσια.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La muerte es un destino inexorable para todos.
  2. Ο θάνατος είναι ένα αμείλικτο πεπρωμένο για όλους.

  3. Sus planes eran inexorables, nada podría detenerlos.

  4. Τα σχέδιά του ήταν αμετάκλητα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει.

  5. La verdad es inexorable, siempre saldrá a la luz.

  6. Η αλήθεια είναι ακατάπαυστη, πάντα θα βγει στο φως.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "inexorable" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις όπου περιγράφει αναπόφευκτες ενέργειες ή γεγονότα:

  1. El tiempo es inexorable y no espera a nadie.
  2. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και δεν περιμένει κανέναν.

  3. Las consecuencias de nuestras acciones son inexorables.

  4. Οι συνέπειες των ενεργειών μας είναι ακατάπαυστες.

  5. La historia tiene un curso inexorable que no podemos cambiar.

  6. Η ιστορία έχει μια αμετάκλητη πορεία που δεν μπορούμε να αλλάξουμε.

  7. La naturaleza sigue su ciclo inexorable, indiferente a nuestras preocupaciones.

  8. Η φύση ακολουθεί τον ακατάπαυστο κύκλο της, αδιάφορη για τις ανησυχίες μας.

Ετυμολογία

Η λέξη "inexorable" προέρχεται από το λατινικό "inexorabilis", που συνίσταται από το πρόθεμα "in-" (μη) και "exorabilis" (που μπορεί να επηρεαστεί ή να παρακαλεθεί).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - αμείλικτος - ακατάπαυστος - ανυποχώρητος

Αντώνυμα: - επιεικής - ευέλικτος - υποχωρητικός



23-07-2024