inexpugnable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inexpugnable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inexpugnable" είναι επίθετο (adjetivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "inexpugnable" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.eks.puɲ.ˈna.βle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "inexpugnable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να καταληφθεί ή να παραβιαστεί. Συχνά χρησιμοποιείται σε στρατηγικά συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε ένα φρούριο ή σε περιοχή που είναι πολύ καλά οχυρωμένη. Σε νομικό πλαίσιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει νόμους ή δικαιώματα που είναι ανυπότακτα ή δύσκολα να παραβιαστούν. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El castillo era inexpugnable durante siglos.
  2. Το κάστρο ήταν απροσπέλαστο για αιώνες.

  3. Su argumento era tan fuerte que se volvió inexpugnable.

  4. Το επιχείρημά του ήταν τόσο ισχυρό που έγινε ακατάλυτο.

  5. La fortaleza se consideraba inexpugnable por su diseño.

  6. Η φρουριά θεωρούνταν απαραχάρακτη λόγω του σχεδιασμού της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inexpugnable" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις στο Ισπανικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή χαρακτηριστικά:

  1. Un refugio inexpugnable.
  2. Ένα απροσπέλαστο καταφύγιο.

  3. Construir una defensa inexpugnable.

  4. Να κατασκευάσεις μια ακατάλυτη άμυνα.

  5. Un argumento inexpugnable en la corte.

  6. Ένα αδιάβλητο επιχείρημα στο δικαστήριο.

  7. La ciudad se volvió inexpugnable tras las guerras.

  8. Η πόλη έγινε ακατάλυτη μετά τους πολέμους.

  9. Su reputación era inexpugnable.

  10. Η φήμη του ήταν ακατάλυτη.

Ετυμολογία

Η λέξη "inexpugnable" προέρχεται από τα λατινικά "inexpugnabilis," όπου "in-" σημαίνει "όχι" και "expugnabilis" σημαίνει "που μπορεί να καταληφθεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Imbatible (ακατάβλητος) - Indomable (ανυπότακτος) - Inasaltable (απαγόρευτος)

Αντώνυμα: - Vulnerable (ευάλωτος) - Asaltable (καταληπτός) - Defendible (υπερασπίσιμος)



23-07-2024