infalible: Είναι επίθετο.
/in.faˈli.βle/
Η λέξη infalible χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν κάνει λάθη ή λάθος, είναι αλάνθαστος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα και θρησκευτικά συμφραζόμενα, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις για να υπογραμμίσει την αξιοπιστία ή την ακεραιότητα κάποιου ή κάτι. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με περισσότερη προτίμηση στον προφορικό λόγο, ωστόσο απαντάται και σε γραπτά κείμενα.
Η μέθοδος διδασκαλίας αυτού του καθηγητή είναι αλάθητη.
Confío en su juicio, es infalible.
Η λέξη infalible χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές ομιλίες.
Η πίστη είναι αλάθητη στις δύσκολες στιγμές.
Su experiencia en el campo la convierte en una guía infalible.
Η εμπειρία της στο πεδίο την καθιστά μια αλάνθαστη καθοδηγήτρια.
Los principios éticos que seguimos son infalibles.
Οι ηθικές αρχές που ακολουθούμε είναι αλάθητες.
Un consejo infalible para el éxito es ser perseverante.
Η λέξη infalible προέρχεται από τα λατινικά "infallibilis", όπου "in-" σημαίνει "μη" και "fallibilis" σημαίνει "που μπορεί να γίνει λάθος".
Συνώνυμα: - Acierto (αξιοπιστία) - Seguro (ασφαλής)
Αντώνυμα: - Falible (πολύ πιθανό να αποτύχει) - Erróneo (λανθασμένος)