Η λέξη "infame" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈfame/
Η λέξη "infame" αναφέρεται σε κάποιον που είναι γνωστός για κακές πράξεις ή κακή φήμη. Χρησιμοποιείται συχνά σε αρνητικό πλαίσιο και στα νομικά, αναφερόμενη σε άτομα που έχουν διαπράξει σοβαρές αδικίες ή εγκλήματα. Στην ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως λογοτεχνία ή νομικά έγγραφα.
El infame delincuente fue arrestado por la policía.
(Ο άθλιος εγκληματίας συνελήφθη από την αστυνομία.)
Su reputación infame le precede en cada ciudad.
(Η κακή του φήμη τον προγυρίζει σε κάθε πόλη.)
Η λέξη "infame" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα, οι οποίες συχνά προδίδουν έντονες αρνητικές σημασίες.
No me hables de infames promesas.
(Μη μου μιλάς για άθλιες υποσχέσεις.)
La infame traición de su amigo lo dejó sin palabras.
(Η άθλια προδοσία του φίλου του τον άφησε χωρίς λόγια.)
Es infame actuar con doble moral.
(Είναι άθλιο να ενεργείς με διπλή ηθική.)
No tolero la infamia en la sociedad.
(Δεν ανέχομαι την αθλιότητα στην κοινωνία.)
Η λέξη "infame" προέρχεται από το λατινικό "infamis", που σημαίνει "επίκληση κακής φήμης", όπου το "in-" σημαίνει "όχι" και "fama" σημαίνει "φήμη".
Συνώνυμα:
- infame
- odioso
- deshonroso
Αντώνυμα:
- famoso
- respetable
- honorable
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "infame" στα ισπανικά, καλύπτοντας την έννοια, τη χρήση της σε πολλές προτάσεις, καθώς και με ιδιωματικές εκφράσεις και ετυμολογία.