Η λέξη "infantino" είναι επίθετο που προέρχεται από τη λέξη "infante" και συνήθως χρησιμοποιείται στο ισπανικό κείμενο για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ένα βρέφος ή ένα μικρό παιδί.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "infantino" είναι: [infanˈtino]
Στα ελληνικά, η λέξη "infantino" μπορεί να μεταφραστεί ως "βρεφικό" ή "παιδικό".
Η λέξη "infantino" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει αντικείμενα, προϊόντα ή καταστάσεις που συνδέονται με βρέφη ή μικρά παιδιά. Η χρήση της είναι συχνή σε καταναλωτικά κείμενα, όπως π.χ. περιγραφές προϊόντων για παιδιά. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
(Το βρεφικό καρότσι είναι πολύ άνετο.)
Necesito comprar ropa infantil para mi sobrino.
(Πρέπει να αγοράσω βρεφικά ρούχα για τον ανιψιό μου.)
La guardería ofrece actividades infantiles.
Η λέξη "infantino" χρησιμοποιείται κάπως λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε σχέση με την περιγραφή προϊόντων ή υπηρεσιών για παιδιά. Ορισμένες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
(Τα παιδικά έπιπλα είναι απαραίτητα σε έναν παιδικό σταθμό.)
La línea de juguetes infantiles ha crecido mucho.
(Η σειρά των παιδικών παιχνιδιών έχει αυξηθεί πολύ.)
Las actividades infantiles fomentan el desarrollo.
(Οι παιδικές δραστηριότητες ενθαρρύνουν την ανάπτυξη.)
El diseño infantil debe ser seguro y atractivo.
(Ο παιδικός σχεδιασμός πρέπει να είναι ασφαλής και ελκυστικός.)
Las fiestas infantiles son muy divertidas.
(Οι παιδικές γιορτές είναι πολύ διασκεδαστικές.)
Los libros infantiles son importantes para la educación.
(Τα παιδικά βιβλία είναι σημαντικά για την εκπαίδευση.)
El cuidado infantil es una responsabilidad enorme.
(Η φροντίδα των παιδιών είναι μια τεράστια ευθύνη.)
Los productos infantiles deben ser de alta calidad.
Η λέξη "infantino" προέρχεται από την ισπανική λέξη "infante", που σημαίνει "βρέφος" ή "μικρό παιδί", με την προσθήκη του καταλήγοντας -ino, που ενδυναμώνει την έννοια του "συνδεδεμένου με".
Συνώνυμα: - Bebe (βρέφος) - Niñez (παιδική ηλικία)
Αντώνυμα: - Adulto (ενήλικας) - Mayor (ήλικας)