Η λέξη "inferencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική γραφή: [infeˈɾensja]
Η λέξη "inferencia" αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα βασισμένο σε δεδομένα ή γεγονότα. Στην καθημερινή γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως στη φιλοσοφία, την επιστήμη και το νόμο για να δηλώσει τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν τα συμπεράσματα από τη διαθέσιμη πληροφορία. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η εξαγωγή των συμπερασμάτων από το πείραμα είναι εκπληκτική.
La inferencia legal es crucial para el juicio.
Η νομική εξαγωγή συμπερασμάτων είναι κρίσιμη για την δίκη.
Su inferencia sobre los resultados fue incorrecta.
Η λέξη "inferencia" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες καταστάσεις όπου η εννοιολογική διαδικασία της εξαγωγής συμπερασμάτων είναι κρίσιμη.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων είναι μερικές φορές πιο δύσκολη από την παρατήρηση των γεγονότων.
Las inferencias erróneas pueden llevar a decisiones equivocadas.
Οι λανθασμένες εξαγωγές συμπερασμάτων μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες αποφάσεις.
La inferencia lógica es un aspecto fundamental del razonamiento.
Η λέξη "inferencia" προέρχεται από το λατινικό "inferentia", το οποίο σημαίνει "το να φέρνεις κάτω" ή "να συμπεραίνεις".
Συνώνυμα: - Conclusión (συμπέρασμα) - Derivación (παράγωγο)
Αντώνυμα: - Duda (αμφιβολία) - Ignorancia (άγνοια)