Επίθετο (adjetivo).
[in.feˈɾioɾ]
Η λέξη "inferior" σημαίνει "κατώτερος" ή "υποδεέστερος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι χαμηλότερης ποιότητας, αξίας ή θέσης σε σύγκριση με κάτι άλλο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "inferior" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με λίγο μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα κείμενα ή επιστημονικές αναφορές.
El producto es considerado inferior en calidad.
(Το προϊόν θεωρείται κατώτερο σε ποιότητα.)
Su posición en la empresa es inferior a la de su compañero.
(Η θέση του στην εταιρεία είναι κατώτερη από αυτήν του συνεργάτη του.)
Η λέξη "inferior" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
No hay inferior en este grupo.
(Δεν υπάρχει κατώτερος σε αυτήν την ομάδα.)
Sentirse inferior a los demás.
(Να αισθάνεται κατώτερος από τους άλλους.)
Un producto inferior no se vende bien.
(Ένα κατώτερο προϊόν δεν πωλείται καλά.)
Tratar a alguien como inferior es irrespetuoso.
(Η μεταχείριση κάποιου ως κατώτερου είναι αν disrespectful.)
El servicio fue considerado inferior a lo esperado.
(Η εξυπηρέτηση θεωρήθηκε κατώτερη από ότι αναμενόταν.)
Η λέξη "inferior" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inferior, inferioris," που σημαίνει "κάτω, κατώτερος" και σχετίζεται με το ρήμα "inferre," που σημαίνει "φέρνω κάτω."
Συνώνυμα: - Subordinado - Menor - Inferente
Αντώνυμα: - Superior - Mayor - Principal