Η λέξη "inferioridad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inferioridad" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα είναι /infeɾjoɾiðad/.
Η "inferioridad" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι σε κατώτερη θέση ή κατάσταση σε σχέση με άλλους. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η ιατρική και το στρατό. Η λέξη αυτή είναι αρκετά συχνή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις.
Η κατωτερότητα μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση ενός ατόμου.
En un ejército, la inferioridad numérica puede ser un gran desafío.
Στον στρατό, η κατωτερότητα στον αριθμό μπορεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Es importante reconocer la inferioridad en situaciones de salud mental.
Η λέξη "inferioridad" δεν αποτελεί σημαντικό κομμάτι μιας σειράς ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που στηρίζονται στη σύγκριση και τον ανταγωνισμό.
Να αισθάνεσαι σε κατώτερη θέση αναφορικά με τις συνθήκες.
Actuar con inferioridad.
Να συμπεριφέρεσαι με κατωτερότητα.
La inferioridad respecto a los demás puede ser superada.
Η κατωτερότητα σε σύγκριση με τους άλλους μπορεί να ξεπεραστεί.
Sufrir de un complejo de inferioridad.
Η λέξη "inferioridad" προέρχεται από το λατινικό "inferioritas", που σημαίνει "κατωτερότητα", και προέρχεται από την λέξη "inferior", η οποία σημαίνει "κατώτερος".
Συνώνυμα: - inferior - subalternidad - desventaja
Αντώνυμα: - superioridad - ventaja - prominencia