Η λέξη "infidelidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "infidelidad" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /in.fi.ðe.liˈðað/.
Η λέξη "infidelidad" σημαίνει την πράξη της απιστίας, συνήθως σε μία ρομαντική ή γάμο σχέσης, όπου ένα από τα μέλη του ζευγαριού παραβιάζει την εμπιστοσύνη του άλλου κοιτάζοντας ή συμμετέχοντας σε σχέσεις με άλλους. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις για τις σχέσεις και τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει περισσότερη συχνότητα παρουσίας σε κοινωνικές και νομικές συζητήσεις.
Η απιστία μπορεί να προκαλέσει πολύ πόνο σε μια σχέση.
La infidelidad a menudo lleva a la ruptura de la confianza.
Η απιστία συχνά οδηγεί σε ρήξη της εμπιστοσύνης.
Algunas personas creen que la infidelidad nunca puede ser perdonada.
Η απιστία είναι ένα λεπτό θέμα στις σύγχρονες σχέσεις.
El miedo a la infidelidad puede afectar la salud de la pareja.
Ο φόβος της απιστίας μπορεί να επηρεάσει την υγεία του ζευγαριού.
El perdón tras la infidelidad requiere tiempo y esfuerzo.
Η συγχώρεση μετά την απιστία απαιτεί χρόνο και προσπάθεια.
La infidelidad emocional a menudo es tan dañina como la física.
Η συναισθηματική απιστία συχνά είναι τόσο επιβλαβής όσο και η σωματική.
La infidelidad puede provocar celos y resentimientos.
Η λέξη "infidelidad" προέρχεται από το λατινικό "infidelitas", όπου "in-" σημαίνει "όχι" και "fidelitas" σημαίνει "πίστη" ή "πιστότητα". Έτσι, η λέξη σημαίνει κυριολεκτικά "μη πίστη" ή "απιστία".
Συνώνυμα: - traición (προδοσία) - deslealtad (απιστία, αθέτηση της πίστης)
Αντώνυμα: - fidelidad (πιστότητα) - lealtad (πίστη, αφοσίωση)