Το "infiltrado" είναι ένα επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /infilˈɾaðo/
Η λέξη "infiltrado" προέρχεται από το ρήμα "infiltrar", που σημαίνει να διεισδύσει κανείς σε ένα χώρο ή ομάδα, συνήθως με κρυφό ή ύποπτο σκοπό. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε φαινόμενα ή ουσίες που διεισδύουν σε άλλους ιστούς ή δομές του σώματος.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, αν και ίσως περισσότερο στον γενικό λόγο, καθώς έχει ευρύτερες εφαρμογές.
El infiltrado se mezclaba con los demás para obtener información.
(Ο διεισδυτής ανακατεύονταν με τους υπόλοιπους για να αποκτήσει πληροφορίες.)
En el hospital, se descubrió que el infiltrado en la herida estaba causando infecciones.
(Στο νοσοκομείο, ανακαλύφθηκε ότι η διείσδυση στην πληγή προκαλούσε λοιμώξεις.)
Η λέξη "infiltrado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Es un infiltrado en la organización."
(Είναι ένας διεισδυτής στην οργάνωση.)
"Con un infiltrado así, no se puede confiar en nadie."
(Με έναν τέτοιο διεισδυτή, δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν.)
"La información provenía de un infiltrado en el enemigo."
(Η πληροφορία προερχόταν από έναν διεισδυτή στον εχθρό.)
"Necesitamos un infiltrado que pueda operar sin ser detectado."
(Χρειαζόμαστε έναν διεισδυτή που μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να ανιχνευθεί.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "infiltrare", όπου "in-" σημαίνει "μέσα" και "filtrare" σημαίνει "να φιλτράρει" ή "να διεισδύσει".
Συνώνυμα: - Espía (κατάσκοπος) - Intruso (παρείσακτος)
Αντώνυμα:
- Excluido (αποκλεισμένος)
- Aislado (μοναχικός)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και την ευρεία χρήση της λέξης "infiltrado" στη γλώσσα Ισπανικά, τόσο σε γενικούς όσο και σε ιατρικούς τομείς.