Το "inflar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "inflar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /iɱˈflaɾ/
Η λέξη "inflar" translates to "φουσκώνω" ή "διογκώνω" στα Ελληνικά.
Η λέξη "inflar" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία της αύξησης του όγκου ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας, συνήθως με την προσθήκη αέρα ή άλλης ύλης. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική, η φυσική, ο αθλητισμός και η καθημερινή ζωή. Είναι σχετικά συχνή στο προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε γραπτά κείμενα.
Ο γιατρός πρότεινε να φουσκώσουμε το μπαλόνι για το πάρτι.
Es fácil inflar una llanta con una bomba.
Η λέξη "inflar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που μπορεί να υποδηλώνουν είτε κυριολεκτική είτε μεταφορική έννοια.
Φουσκώνω τον λογαριασμό. (Σημαίνει να προσθέτω περισσότερα έξοδα από όσα είναι πραγματικά.)
Se infló de orgullo.
Έγινε φουσκωμένος από υπερηφάνεια. (Σημαίνει ότι κάποιος αισθάνθηκε υπερηφάνεια.)
No inflar las expectativas.
Μην φουσκώνεις τις προσδοκίες. (Ενθαρρύνει να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες.)
Me infló de dudas.
Η λέξη "inflar" προέρχεται από το Λατινικό "inflāre", που σημαίνει "να φουσκώνω ή να φυσάω σε κάτι".
Συνώνυμα: - Aumentar (αυξάνω) - Engrosar (παχαίνω)
Αντώνυμα: - Desinflar (ξεφουσκώνω) - Reducir (μειώνω)