inflar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inflar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inflar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "inflar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /iɱˈflaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "inflar" translates to "φουσκώνω" ή "διογκώνω" στα Ελληνικά.

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inflar" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία της αύξησης του όγκου ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας, συνήθως με την προσθήκη αέρα ή άλλης ύλης. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική, η φυσική, ο αθλητισμός και η καθημερινή ζωή. Είναι σχετικά συχνή στο προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα

  1. El médico recomendó inflar el globo para la fiesta.
  2. Ο γιατρός πρότεινε να φουσκώσουμε το μπαλόνι για το πάρτι.

  3. Es fácil inflar una llanta con una bomba.

  4. Είναι εύκολο να φουσκώσεις ένα λάστιχο με μια αντλία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "inflar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που μπορεί να υποδηλώνουν είτε κυριολεκτική είτε μεταφορική έννοια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Inflar la cuenta.
  2. Φουσκώνω τον λογαριασμό. (Σημαίνει να προσθέτω περισσότερα έξοδα από όσα είναι πραγματικά.)

  3. Se infló de orgullo.

  4. Έγινε φουσκωμένος από υπερηφάνεια. (Σημαίνει ότι κάποιος αισθάνθηκε υπερηφάνεια.)

  5. No inflar las expectativas.

  6. Μην φουσκώνεις τις προσδοκίες. (Ενθαρρύνει να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες.)

  7. Me infló de dudas.

  8. Με φούσκωσε με αμφιβολίες. (Σημαίνει ότι με έκανε να αμφιβάλλω.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inflar" προέρχεται από το Λατινικό "inflāre", που σημαίνει "να φουσκώνω ή να φυσάω σε κάτι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Aumentar (αυξάνω) - Engrosar (παχαίνω)

Αντώνυμα: - Desinflar (ξεφουσκώνω) - Reducir (μειώνω)



23-07-2024