Το "influir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "influir" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [in.fluˈiɾ].
Η λέξη "influir" σημαίνει να έχει κάποιος ή κάτι επίδραση ή επιρροή σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν άτομα, γεγονότα ή καταστάσεις που μπορεί να έχουν επίδραση σε άλλους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτά κείμενα.
Influir en la decisión final es fundamental.
(Η επιρροή στην τελική απόφαση είναι θεμελιώδης.)
La música puede influir en el estado de ánimo de las personas.
(Η μουσική μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση των ανθρώπων.)
Es importante influir positivamente en los demás.
(Είναι σημαντικό να επηρεάζουμε θετικά τους άλλους.)
Η λέξη "influir" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Influir sobre las decisiones de los jóvenes.
(Επηρεάζω τις αποφάσεις των νέων.)
Su forma de hablar puede influir en la opinión pública.
(Ο τρόπος που μιλά μπορεί να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη.)
El clima influye en nuestra salud.
(Ο καιρός επηρεάζει την υγεία μας.)
Debemos influir en el cambio social.
(Πρέπει να επηρεάσουμε την κοινωνική αλλαγή.)
Los líderes deben influir positivamente en la comunidad.
(Οι ηγέτες πρέπει να επηρεάζουν θετικά την κοινότητα.)
Η λέξη "influir" προέρχεται από τα λατινικά "influere", που σημαίνει "να ρέω σε" ή "να επηρεάζω".