Influjo είναι ουσιαστικό.
[inˈflu.xo]
Η λέξη influjo χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επίδραση ή την επιρροή που έχει κάτι ή κάποιος σε ένα γεγονός ή κατάσταση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στις κοινωνικές επιστήμες, την ψυχολογία, την πολιτική και γενικά σε περιβάλλοντα όπου η επιρροή είναι σημαντική. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται λίγο περισσότερο σε ακαδημαϊκά ή επίσημα γραπτά κείμενα.
Η επιρροή του πολιτισμού στην εκπαίδευση είναι προφανής.
Su influencia positiva tuvo un gran influjo en mi vida.
Η λέξη influjo μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις:
Έχω επιρροή σε κάποιον.
(Σημαίνει ότι μπορείς να επηρεάσεις τη σκέψη ή τη δράση κάποιου.)
Estar bajo el influjo de.
Βρίσκομαι υπό την επιρροή του/της.
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ή κάτι έχει ισχυρή επίδραση πάνω μας.)
Influjos negativos.
Αρνητικές επιρροές.
(Αναφέρεται σε προσδιορισμούς πουσημειώνουν κακές ή ανεπιθύμητες επιδράσεις σε ένα άτομο ή κατάσταση.)
Ser víctima del influjo de las redes sociales.
Η λέξη influjo προέρχεται από τον λατινικό όρο influere, που σημαίνει "να ρέει μέσα" ή "να επηρεάζει".
Συνώνυμα: - efecto (επίδραση) - dominio (κυριαρχία) - poder (δύναμη)
Αντώνυμα: - independencia (ανεξαρτησία) - autonomía (αυτονομία)
Η λέξη influjo είναι πολύ χρήσιμη στην καθημερινή γλώσσα, ιδίως όταν μιλάμε για σχέσεις και κοινωνικές δυναμικές, και καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες μπορούν να αλληλεπιδρούν και να επηρεάζουν το ένα το άλλο.