Η λέξη "influyente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "influyente" είναι [influenˈte].
Η λέξη "influyente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει την ικανότητα να επηρεάζει ή να επηρεάζεται από άλλες καταστάσεις ή άτομα. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε επιδημιολογικά ή πολιτικά συμφραζόμενα, καθώς αναφέρεται σε άτομα, ομάδες ή παράγοντες που ασκούν επιρροή στη γνώση, τις αποφάσεις ή τη συμπεριφορά άλλων.
Η χρήση της λέξης "influyente" είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε πολυάριθμες μελέτες ή άρθρα που σχετίζονται με πολιτική, κοινωνιολογία ή οικονομία.
El líder es una persona muy influyente en su comunidad.
Ο ηγέτης είναι ένα πολύ επηρεαστικό άτομο στην κοινότητά του.
Los medios de comunicación tienen un papel influyente en la opinión pública.
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν έναν επηρεαστικό ρόλο στη δημόσια γνώμη.
Las decisiones del gobierno son influyentes en la economía del país.
Οι αποφάσεις της κυβέρνησης είναι επηρεαστικές στην οικονομία της χώρας.
Η λέξη "influyente" συχνά συναντάται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
1. Influyente en la política.
Επηρεαστικός στην πολιτική.
Χρησιμοποιείται για άτομα ή οντότητες που έχουν σοβαρή επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις.
Una figura influyente en la cultura.
Μια επηρεαστική μορφή στον πολιτισμό.
Αναφέρεται σε καλλιτέχνες ή διανοούμενους που επηρεάζουν την πολιτιστική εξέλιξη.
La opinión de los expertos es muy influyente.
Η γνώμη των ειδικών είναι πολύ σημαντική.
Υπογραμμίζει τη σημασία των γνώσεων των ειδικών.
Influyente en el desarrollo personal.
Επηρεαστικός στην προσωπική ανάπτυξη.
Αναφέρεται σε άτομα ή βιβλία που εμπνέουν την αυτοβελτίωση.
Η λέξη "influyente" προέρχεται από το ρήμα "influir", που σημαίνει "να επηρεάζω", και το επίθετο καταλήγει σε "-ente", για να δείξει πως κάτι είναι ικανό να επηρεάσει ή να έχει επίδραση.
Συνώνυμα: - decisivo (καθοριστικός) - persuasivo (πειστικός) - poderoso (ισχυρός)
Αντώνυμα: - insignificante (ασήμαντος) - irrelevante (μη σχετικός) - ineficaz (αναποτελεσματικός)