Sustantivo - Masculino
[domiˈnio]
Η λέξη "dominio" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο και έχει τη σημασία της "κυριαρχίας" ή "εξουσίας". Χρησιμοποιείται σε νομικό πλαίσιο για να αναφερθεί στην ιδιοκτησία ή στον έλεγχο κάποιων αγαθών.
Στα Ισπανικά, η λέξη "dominio" χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παραδείγματα: 1. Dominar la situación: Να ελέγχεις την κατάσταση (κυριαρχώ) 2. Tener dominio sobre alguien: Να έχεις εξουσία πάνω σε κάποιον (να ελέγχεις κάποιον)
Η λέξη "dominio" προέρχεται από τα λατινικά "dominium", που σημαίνει "κυριαρχία" ή "ιδιοκτησία".