Επίθετο
/ˌɪn.fərˈmæl/
Η λέξη "informal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν ακολουθεί τυπικούς κανόνες ή μορφές. Συνήθως αναφέρεται σε καταστάσεις που είναι πιο χαλαρές ή φιλικές, όπως συζητήσεις ή εκδηλώσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται επίσης για αναφορές σε τύπους επικοινωνίας ή σχέσεων που δεν είναι επίσημες. Η χρήση της είναι συχνή και στις τρεις τονισμένες περιοχές (γενικά, οικονομικά και νομικά). Χρησιμοποιείται περισσότερο σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε γραπτές μορφές.
La reunión fue informal, así que todos se sintieron cómodos.
(Η συνεδρίαση ήταν ανεπίσημη, οπότε όλοι ένιωσαν άνετα.)
Prefiero tener una charla informal con mis colegas.
(Προτιμώ να έχω μια άτυπη συζήτηση με τους συναδέλφους μου.)
Los contratos informales a veces pueden llevar a malentendidos.
(Οι άτυπες συμβάσεις μπορεί μερικές φορές να οδηγήσουν σε παρεξηγήσεις.)
Η λέξη "informal" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
En un ambiente informal, la creatividad florece.
(Σε ένα ανεπίσημο περιβάλλον, η δημιουργικότητα ανθούν.)
La vestimenta informal es bienvenida en esta fiesta.
(Η άτυπη ενδυμασία είναι ευπρόσδεκτη σε αυτό το πάρτι.)
Es un evento informal, así que no necesitas vestirte de traje.
(Είναι μια άτυπη εκδήλωση, οπότε δεν χρειάζεται να ντυθείς με κοστούμι.)
Siempre prefiero un enfoque informal en mis clases.
(Πάντα προτιμώ μια ανεπίσημη προσέγγιση στα μαθήματά μου.)
Las reuniones informales pueden ser más efectivas que las oficiales.
(Οι άτυπες συνεδριάσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές από τις επίσημες.)
En la cultura empresarial, a veces es útil tener relaciones informales.
(Στην επιχειρηματική κουλτούρα, μερικές φορές είναι χρήσιμο να έχεις άτυπες σχέσεις.)
Η λέξη "informal" προέρχεται από το αγγλικό "informal", που συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και τη λέξη "formal" (τυπικός), που συντρέχει την έννοια του "όχι τυπικού".
Συνώνυμα: - Casual (χαλαρός) - Colloquial (καθημερινός) - Unofficial (μη επίσημος)
Αντώνυμα: - Formal (τυπικός) - Official (επίσημος) - Methodical (μεθοδολογικός)