Η λέξη "infraestructura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[infɾasˈtɾuktʊɾa]
Στα Ισπανικά, η λέξη "infraestructura" αναφέρεται στο σύνολο των φυσικών και οργανωτικών κατασκευών και παροχών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία μιας κοινωνίας, όπως οδικό δίκτυο, γέφυρες, λιμάνια, αεροδρόμια, συστήματα ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρισμού. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο.
La infraestructura de la ciudad necesita mejoras.
(Η υποδομή της πόλης χρειάζεται βελτιώσεις.)
La inversión en infraestructura es crucial para el desarrollo económico.
(Η επένδυση σε υποδομές είναι κρίσιμη για την οικονομική ανάπτυξη.)
El gobierno anunció un plan para modernizar la infraestructura del país.
(Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας.)
Η λέξη "infraestructura" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
La falta de infraestructura limita el crecimiento.
(Η έλλειψη υποδομών περιορίζει την ανάπτυξη.)
Es fundamental tener una buena infraestructura para atraer inversiones.
(Είναι θεμελιώδους σημασίας να έχουμε καλές υποδομές για να προσελκύσουμε επενδύσεις.)
La infraestructura turística de la región ha mejorado en los últimos años.
(Η τουριστική υποδομή της περιοχής έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.)
Las autoridades están trabajando para optimizar la infraestructura urbana.
(Οι αρχές εργάζονται για να βελτιστοποιήσουν την αστική υποδομή.)
Η λέξη "infraestructura" προέρχεται από τα λατινικά "infra-" που σημαίνει "κάτω" και "structura" που σημαίνει "δομή" ή "κατασκευή". Συνολικά, αναφέρεται σε αυτό που είναι υποκείμενο των άλλων δομών.
Συνώνυμα:
- soporte (υποστήριξη)
- base (βάση)
Αντώνυμα:
- desmantelamiento (κατεδάφιση)
- deterioro (κακή κατάσταση)