Επίθετο
/infɾanˈke.a.βle/
Η λέξη "infranqueable" προέρχεται από το ρήμα "franquear", το οποίο σημαίνει "να διασχίσω" ή "να περάσω". Το "infranqueable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να παρακαμφθεί ή να περαστεί, είτε λόγω φυσικών εμποδίων είτε σε πιο μεταφορικό επίπεδο, όπως η ανυπέρβλητη πρόκληση ή οι κανονισμοί.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια. Εμφανίζεται συχνά σε στρατιωτικό περιβάλλον για να περιγράψει περιοχές, όρια ή φράγματα που δεν μπορούν να διασχίσουν οι εχθροί ή σε πιο γενικές χρήσεις για να εκφράσει την ιδέα ενός αναπόφευκτου ή αξεπέραστου περιορισμού. Η συχνότητα της χρήσης της σε γραπτό λόγο είναι υψηλή, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Ο τοίχος ήταν απροσπέλαστος για τους εχθρικούς στρατιώτες.
La barrera natural es infranqueable sin el equipo adecuado.
Η φυσική φράγμα είναι απροσπέλαστο χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό.
La burocracia a veces se siente como un obstáculo infranqueable.
Η λέξη "infranqueable" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που περιγράφουν σοβαρούς περιορισμούς ή προκλήσεις.
Μερικές φορές, οι προσδοκίες είναι ανυπέρβλητες στη δουλειά.
El desierto se convirtió en una barrera infranqueable para los viajeros.
Η έρημος μετατράπηκε σε μια απροσπέλαστη φράγμα για τους ταξιδιώτες.
La distancia entre las dos culturas parece ser infranqueable.
Η απόσταση μεταξύ των δύο πολιτισμών φαίνεται να είναι ανυπέρβλητη.
En la vida, a veces enfrentamos problemas que parecen infranqueables.
Στη ζωή, μερικές φορές αντιμετωπίζουμε προβλήματα που φαίνονται ανυπέρβλητα.
Los conflictos son a menudo infranqueables si no hay diálogo.
Η λέξη "infranqueable" προέρχεται από το ρήμα "franquear" (να περάσω) συν την πρόθεση "in-" που δηλώνει την άρνηση. Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "μη επιτρέποντας να περάσει".
Συνώνυμα: - inalcanzable (μη επιτεύξιμος) - impenetrable (αδιαπέραστος)
Αντώνυμα: - franquear (να περάσω) - accesible (προσιτός)