Η λέξη "infringir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "infringir" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.fɾin.ˈxiɾ/
Η λέξη "infringir" σημαίνει να παραβιάζεις κάποιον κανόνα, νόμο ή δικαίωμα. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς του δικαίου και της γενικής ομιλίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε νομικά κείμενα, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις όπου γίνεται αναφορά σε παραβιάσεις κανόνων ή νόμων. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο κατηγορούμενος συνελήφθη για παραβίαση του νόμου.
Infringir las normas de seguridad puede tener graves consecuencias.
Η παραβίαση των κανόνων ασφαλείας μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.
Es importante no infringir los derechos de los demás.
Η λέξη "infringir" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με παραβιάσεις και παρανομίες. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
Η παραβίαση του νόμου δεν είναι παιχνίδι.
Infringir un contrato puede acarrear sanciones.
Η παραβίαση ενός συμβολαίου μπορεί να επιφέρει κυρώσεις.
Al infringir sus derechos, la empresa se expone a una demanda.
Παραβιάζοντας τα δικαιώματά τους, η εταιρεία εκτίθεται σε αγωγή.
Infringir las reglas del juego te costará la victoria.
Η παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού θα σου κοστίσει τη νίκη.
No se debe infringir la privacidad de los demás.
Δεν πρέπει να παραβιάζεται η ιδιωτικότητα των άλλων.
Infringir el acuerdo firmado es motivo de conflicto.
Η λέξη "infringir" προέρχεται από το λατινικό "infringere", που σημαίνει "να σπάσεις" ή "να καταπατήσεις". Αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "μέσα, προς") και το ρήμα "frangere" (που σημαίνει "να σπάσεις").