Το "infundado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "infundado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /infunˈðaðo/
Ο όρος "infundado" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - αβάσιμος - καθόλου θεμελιωμένος - χωρίς βάση
Το "infundado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει βάση, είναι αβάσιμο ή ανυπόστατο. Στη γλώσσα των νομικών ή επιστημονικών κειμένων, μπορεί να αναφέρεται σε κατηγορίες ή ισχυρισμούς που δεν υποστηρίζονται από αποδείξεις. Χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται μεγαλύτερη χρήση σε γραπτά κείμενα.
Η αγωγή απορρίφθηκε επειδή ήταν αβάσιμη.
Su argumento es infundado y carece de evidencia.
Το επιχείρημά του είναι αβάσιμο και στερείται αποδείξεων.
No se puede confiar en una afirmación infundada.
Το "infundado" δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να εκφράσει την έννοια της έλλειψης βάσης ή θεμελίωσης. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα:
Ένας αβάσιμος φόβος μπορεί να παραλύσει οποιονδήποτε.
Las críticas infundadas a menudo causan más daño que bien.
Οι αβάσιμες κριτικές συχνά προκαλούν περισσότερη ζημιά παρά όφελος.
Su suspicacia era completamente infundada.
Η λέξη "infundado" προέρχεται από το ρήμα "infundar", το οποίο σημαίνει "να χύνω μέσα" ή "να εγχέω". Το πρόθεμα "in-" δηλώνει "μέσα" και "fundado" σημαίνει "θεμελιωμένος". Έτσι, μπορεί να κατανοηθεί ως «κανένα θεμέλιο» ή «χωρίς βάση».
sin fundamento
Αντώνυμα:
Αυτή η ανάλυση του "infundado" παρέχει μια ευρεία εικόνα για τη χρήση και τη σημασία αυτού του όρου στη γλώσσα Ισπανικά.