Infundir είναι ρήμα.
/infundir/
Η λέξη infundir σημαίνει να εισάγεις ή να μεταδώσεις κάτι (συνήθως συναισθήματα, σκέψεις ή γνώση) σε κάποιον άλλο, με την έννοια του να εμπνέεις ή να ενσταλάζεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πλαίσια, κυρίως στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε λογοτεχνικά και πιο γραφικά κείμενα.
"Ο δάσκαλος προσπαθεί να ενσταλάξει αυτοπεποίθηση στους μαθητές του."
"Es importante infundir amor y respeto en la familia."
Η λέξη infundir χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να εκφράσει την ιδέα της ενίσχυσης ή εμπνευσίας.
"Η ενθάρρυνση κάποιου είναι θεμελιώδης σε δύσκολες στιγμές."
"Se necesita infundir valor a los que están dudando."
"Χρειάζεται να μεταδώσουμε θάρρος σε αυτούς που έχουν αμφιβολίες."
"Infundir entusiasmo en el equipo puede llevar a mejores resultados."
"Η μεταφορά ενθουσιασμού στην ομάδα μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα."
"Al infundir sabiduría, ayudamos a las nuevas generaciones."
"Όταν μεταδίδουμε σοφία, βοηθάμε τις νέες γενιές."
"La música puede infundir paz en los corazones angustiados."
Η λέξη infundir προέρχεται από το λατινικό infundere, που συνδυάζει το in- (μέσα) και fundere (χύνω). Έτσι, η ετυμολογία δείχνει την ιδέα του "χυνω μέσα".
Συνώνυμα: - Emanar (να εκπέμπω) - Inspiring (να εμπνέω) - Transmitir (να μεταδίδω)
Αντώνυμα: - Reprimir (να καταπιέζω) - Desalentar (να αποθαρρύνω) - Desmotivar (να απογοητεύω)