ingeniero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ingeniero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "ingeniero" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική της μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.xeˈnje.ɾo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "ingeniero" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εκπαιδευτεί είτε στη μηχανική, είτε σε κάποια άλλη θετική επιστήμη, και ασχολείται με το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη συντήρηση τεχνικών και δομικών έργων. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγάλη, ιδίως σε τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El ingeniero diseñó un puente nuevo para la ciudad.
    (Ο μηχανικός σχεδίασε μια νέα γέφυρα για την πόλη.)

  2. Mi hermano es ingeniero y trabaja en una empresa de construcción.
    (Ο αδελφός μου είναι μηχανικός και εργάζεται σε μια κατασκευαστική εταιρεία.)

  3. Los ingenieros están trabajando en soluciones sostenibles para el medio ambiente.
    (Οι μηχανικοί εργάζονται σε βιώσιμες λύσεις για το περιβάλλον.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ingeniero" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Ingeniero de la guerra
    (Μηχανικός του πολέμου) — Άτομο που σχεδιάζει στρατηγικές ή όπλα.

  2. Saber más que un ingeniero
    (Ξέρει περισσότερα από έναν μηχανικό) — Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ενημερωμένος ή ειδικός σε ένα θέμα.

  3. Herramientas de ingeniero
    (Εργαλεία του μηχανικού) — Σημαίνει τα απαραίτητα εργαλεία που χρειάζεται κάποιος για να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό ή την εργασία του.

Ετυμολογία

Η λέξη "ingeniero" προέρχεται από το λατινικό "ingeniarius", το οποίο σημαίνει "εφευρέτης" ή "μηχανικός". Η ρίζα "ingenium" αναφέρεται σε φυσικό ταλέντο ή ικανότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Técnico (τεχνικός) - Especialista (ειδικός)

Αντώνυμα: - Aficionado ( ερασιτέχνης) - Inexperto (άπειρος)



22-07-2024