ingenioso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ingenioso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ingenioso" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [in.xeˈni.xo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ingenioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι έξυπνος, επινοητικός ή έχει ικανότητα να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα με πρωτότυπους και δημιουργικούς τρόπους. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και έχει υψηλή συχνότητα εμφάνισης, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su solución al problema fue realmente ingeniosa.
  2. Η λύση του στο πρόβλημα ήταν πραγματικά ευφυής.

  3. A veces, las ideas más ingeniosas provienen de los niños.

  4. Μερικές φορές, οι πιο επινοητικές ιδέες προέρχονται από παιδιά.

  5. El invento que presentó es muy ingenioso y práctico.

  6. Η εφεύρεση που παρουσίασε είναι πολύ ευφυής και πρακτική.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "ingenioso" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Tener una mente ingeniosa.
  2. Έχω μια ευφυή σκέψη.

  3. Ser ingenioso con las palabras.

  4. Να είσαι επινοητικός με τις λέξεις.

  5. Una solución ingeniosa para un problema complejo.

  6. Μία ευφυής λύση για ένα σύνθετο πρόβλημα.

  7. Es un ingenioso juego de palabras.

  8. Είναι ένα επινοητικό παιχνίδι λέξεων.

  9. Su ingenio lo lleva a resolver conflictos.

  10. Η ευφυΐα του τον οδηγεί να λύνει συγκρούσεις.

  11. El ingenioso diseño del edificio lo hace único.

  12. Ο ευφυής σχεδιασμός του κτηρίου τον κάνει μοναδικό.

Ετυμολογία

Η λέξη "ingenioso" προέρχεται από το λατινικό "ingeniosus", που σήμαινε "έξυπνος" ή "δημιουργικός", και σχετίζεται με τη λέξη "ingenium" που σημαίνει "ταλέντο" ή "ικανότητα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - astuto (ευφυής) - creativo (δημιουργικός) - inteligente (έξυπνος)

Αντώνυμα: - torpe (αδέξιος) - inepto (ανίκανος) - ignorante (αγνός)



22-07-2024