Το "ingenioso" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [in.xeˈni.xo]
Η λέξη "ingenioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι έξυπνος, επινοητικός ή έχει ικανότητα να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα με πρωτότυπους και δημιουργικούς τρόπους. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και έχει υψηλή συχνότητα εμφάνισης, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η λύση του στο πρόβλημα ήταν πραγματικά ευφυής.
A veces, las ideas más ingeniosas provienen de los niños.
Μερικές φορές, οι πιο επινοητικές ιδέες προέρχονται από παιδιά.
El invento que presentó es muy ingenioso y práctico.
Το "ingenioso" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Έχω μια ευφυή σκέψη.
Ser ingenioso con las palabras.
Να είσαι επινοητικός με τις λέξεις.
Una solución ingeniosa para un problema complejo.
Μία ευφυής λύση για ένα σύνθετο πρόβλημα.
Es un ingenioso juego de palabras.
Είναι ένα επινοητικό παιχνίδι λέξεων.
Su ingenio lo lleva a resolver conflictos.
Η ευφυΐα του τον οδηγεί να λύνει συγκρούσεις.
El ingenioso diseño del edificio lo hace único.
Η λέξη "ingenioso" προέρχεται από το λατινικό "ingeniosus", που σήμαινε "έξυπνος" ή "δημιουργικός", και σχετίζεται με τη λέξη "ingenium" που σημαίνει "ταλέντο" ή "ικανότητα".
Συνώνυμα: - astuto (ευφυής) - creativo (δημιουργικός) - inteligente (έξυπνος)
Αντώνυμα: - torpe (αδέξιος) - inepto (ανίκανος) - ignorante (αγνός)