Το "ingerir" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "ingerir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.xeˈɾiɾ/
Το "ingerir" σημαίνει την πράξη της κατανάλωσης, κυρίως τροφίμων ή υγρών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και διατροφικά πλαίσια. Στη γλώσσα, η χρήση του είναι συχνή και μπορεί να εμφανίζεται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και οι ιατρικοί όροι μπορεί να είναι πιο διαδεδομένοι σε γραπτά συμφραζόμενα.
"Es importante ingerir suficiente agua durante el día."
"Είναι σημαντικό να καταναλώνουμε αρκετό νερό κατά τη διάρκεια της ημέρας."
"No debes ingerir alimentos en mal estado."
"Δεν πρέπει να καταναλώνεις τρόφιμα σε κακή κατάσταση."
"Los médicos recomiendan ingerir alimentos ricos en fibra."
"Οι γιατροί συνιστούν να καταναλώνουμε τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες."
Το "ingerir" αποτελεί μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για την έννοια της απόκτησης γνώσης μέσω της μελέτης.
"Ingerir medicamentos."
"Καταναλώνω φάρμακα."
Αναφέρεται στην πρόσληψη φαρμάκων για θεραπευτικούς σκοπούς.
"Ingerir la culpa."
"Καταναλώνω την ενοχή."
Υποδηλώνει την αποδοχή της ενοχής ή της υπόταξης σε συνέπειες.
"Ingerir información."
"Καταναλώνω πληροφορίες."
Η λέξη "ingerir" προέρχεται από το λατινικό "ingerere", που σημαίνει "εισάγω, βάζω μέσα". Αυτή η ρίζα υποδηλώνει την ενέργεια της εισόδου κάποιου (φυσικού ή αφηρημένου) σε ένα άλλο σύστημα.
Συνώνυμα: - consumir (καταναλώνω) - asimilar (αφομοιώνω)
Αντώνυμα: - expulsar (εκτοξεύω, αποβάλλω) - evitar (αποφεύγω)