inglesa - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inglesa (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inglesa" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/iŋˈɡlesa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "inglesa" σημαίνει "αγγλική" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την Αγγλία, είτε είναι πολιτιστικό, γλωσσικό, είτε γεωγραφικό. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στο γραπτό πλαίσιο είναι πιο σύνηθες σε επίσημες ή ακαδημαϊκές γραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La comida inglesa no es muy popular en mi país.
    Η αγγλική κουζίνα δεν είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μου.

  2. El idioma inglesa se habla en muchos países.
    Η αγγλική γλώσσα ομιλείται σε πολλές χώρες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inglesa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αποτυπώνοντας διαφορετικές έννοιες:

  1. Poner las cosas en su punto inglés.
    Να βάζεις τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
    (Σημαίνει να κάνεις κάτι σωστά ή να διορθώνεις μια κατάσταση.)

  2. Correr como una inglesa.
    Τρέχω σαν Αγγλίδα.
    (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που τρέχει γρήγορα ή αδέξια.)

  3. Estar a la inglesa.
    Είμαι στο αγγλικό τρόπο.
    (Αυτό σημαίνει να είσαι κατά μόνας ή να αποφεύγεις τη συντροφιά.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "inglesa" έχει τη ρίζα της στη λατινική λέξη "Anglus," που αναφέρεται στον Άγγλο και τη χώρα Αγγλία. Η μορφή της στα ισπανικά δηλώνει την γυναικεία ή σε θηλυκή διάσταση αναφορά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - británica (βρετανική) - anglosajona (αγγλοσαξονική)

Αντώνυμα: - extranjera (ξένη) - nacional (εθνική, στην περίπτωση που συγκρίνεται με την αγγλική)



23-07-2024