Η λέξη "inglesa" είναι επίθετο.
/iŋˈɡlesa/
Η λέξη "inglesa" σημαίνει "αγγλική" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την Αγγλία, είτε είναι πολιτιστικό, γλωσσικό, είτε γεωγραφικό. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στο γραπτό πλαίσιο είναι πιο σύνηθες σε επίσημες ή ακαδημαϊκές γραφές.
La comida inglesa no es muy popular en mi país.
Η αγγλική κουζίνα δεν είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μου.
El idioma inglesa se habla en muchos países.
Η αγγλική γλώσσα ομιλείται σε πολλές χώρες.
Η λέξη "inglesa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αποτυπώνοντας διαφορετικές έννοιες:
Poner las cosas en su punto inglés.
Να βάζεις τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
(Σημαίνει να κάνεις κάτι σωστά ή να διορθώνεις μια κατάσταση.)
Correr como una inglesa.
Τρέχω σαν Αγγλίδα.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που τρέχει γρήγορα ή αδέξια.)
Estar a la inglesa.
Είμαι στο αγγλικό τρόπο.
(Αυτό σημαίνει να είσαι κατά μόνας ή να αποφεύγεις τη συντροφιά.)
Η λέξη "inglesa" έχει τη ρίζα της στη λατινική λέξη "Anglus," που αναφέρεται στον Άγγλο και τη χώρα Αγγλία. Η μορφή της στα ισπανικά δηλώνει την γυναικεία ή σε θηλυκή διάσταση αναφορά.
Συνώνυμα: - británica (βρετανική) - anglosajona (αγγλοσαξονική)
Αντώνυμα: - extranjera (ξένη) - nacional (εθνική, στην περίπτωση που συγκρίνεται με την αγγλική)