Λέξη: ingrato
Μέρος του λόγου: επίθετο
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inˈɡɾato/
Η λέξη "ingrato" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι αγνώμον ή αχάριστος, κάποιος που δεν ανταποδίδει την καλοσύνη ή τη βοήθεια που έχει λάβει. Συνήθως η λέξη έχει αρνητική συνθήκη και χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάποιος δεν εκτιμά την προσπάθεια ή τα συναισθήματα ενός άλλου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και ίσως είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές μορφές όπου εκφράζεται κριτική ή αρνητική στάση.
"Él es un ingrato que nunca agradece lo que hace por él."
Μετάφραση: "Αυτός είναι ένας αγνώμον που ποτέ δεν ευχαριστεί για ό,τι κάνει γι' αυτόν."
"A veces nos encontramos con ingratos en nuestra vida."
Μετάφραση: "Μερικές φορές συναντάμε άχρονες στη ζωή μας."
"No más ingratos en nuestra familia."
Μετάφραση: "Όχι πια αγνώμονες στην οικογένειά μας."
Η λέξη "ingrato" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που τονίζουν τη σημασία της ευγνωμοσύνης και της αναγνώρισης σε διάφορες καταστάσεις. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"A veces, ser ingrato te aleja de aquellos que te quieren."
Μετάφραση: "Μερικές φορές, το να είσαι αγνώμον σε απομακρύνει από εκείνους που σε αγαπούν."
"Una amistad verdadera no debería ser ingrata."
Μετάφραση: "Μια αληθινή φιλία δεν θα έπρεπε να είναι αγνώμονη."
"No seas ingrato, siempre hay que dar gracias."
Μετάφραση: "Μην είσαι αγνώμον, πάντα πρέπει να λες ευχαριστώ."
"El ingrato nunca se da cuenta de lo que tiene hasta que lo pierde."
Μετάφραση: "Ο αγνώμον ποτέ δεν συνειδητοποιεί τι έχει μέχρι να το χάσει."
Η λέξη "ingrato" προέρχεται από το λατινικό "ingratus", που σημαίνει "αγνώμον". Αυτή η λέξη είναι σύνθετη από το "in-" (μη, όχι) και "gratus" (ευχάριστος, ευγνώμον).
Συνώνυμα: - desagradecido - desagradecida - thankless (στα αγγλικά)
Αντώνυμα: - agradecido - ευγνώμον - ευγνώμονες