Η λέξη "ingresos" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
[inˈɡɾesos]
Ο όρος "ingresos" αναφέρεται στα χρήματα που εισέρχονται σε έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή ένα άτομο, τα οποία μπορεί να προέρχονται από πηγές όπως πωλήσεις, μισθοί, ενοίκια ή επενδύσεις. Στη γλώσσα των οικονομικών και των επιχειρήσεων, τα "ingresos" είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτές αναφορές, όπως οικονομικές εκθέσεις και φορολογικές δηλώσεις, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με οικονομικά θέματα.
Los ingresos de la empresa han aumentado este año.
(Τα έσοδα της εταιρείας έχουν αυξηθεί φέτος.)
Es importante registrar todos los ingresos para llevar un buen control financiero.
(Είναι σημαντικό να καταγράφετε όλα τα έσοδα για να διατηρείτε μια καλή οικονομική διαχείριση.)
Los ingresos por alquileres están disminuyendo.
(Τα έσοδα από ενοίκια μειώνονται.)
Η λέξη "ingresos" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε σχετικές φράσεις:
Tener ingresos pasivos es una buena estrategia financiera.
(Η ύπαρξη παθητικών εσόδων είναι μια καλή οικονομική στρατηγική.)
Los ingresos adicionales pueden ayudar a mejorar la calidad de vida.
(Τα πρόσθετα έσοδα μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής.)
No es fácil mantener los ingresos estables en tiempos de crisis.
(Δεν είναι εύκολο να διατηρηθούν τα έσοδα σταθερά σε περιόδους κρίσης.)
Η λέξη "ingresos" προέρχεται από το ρήμα "ingresar", το οποίο σημαίνει "να εισέλθει" ή "να εισαχθεί". Προέρχεται από τον λατινικό όρο "ingressus".
Συνώνυμα: - ingresos (έσοδα) - ganancias (κέρδη)
Αντώνυμα: - gastos (έξοδα) - pérdidas (ζημιές)