Ρήμα
[ in.a.'laɾ ]
Η λέξη "inhalar" σημαίνει να εισπνέεις αέρα ή ατμούς, συχνά χρησιμοποιούμενη στον ιατρικό τομέα αναφερόμενη σε διαδικασίες που περιλαμβάνουν την αναπνοή ουσιών, όπως φάρμακα ή αέριες μορφές.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη "inhalar" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και φαρμακευτικά πλαίσια. Η συχνότητά της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο.
Es importante inhalar profundamente durante la meditación.
(Είναι σημαντικό να εισπνέεις βαθιά κατά τη διάρκεια του διαλογισμού.)
Los doctores recomiendan inhalar vapor para aliviar la congestión.
(Οι γιατροί προτείνουν να εισπνέεις ατμό για να ανακουφίσεις τη συμφόρηση.)
Η λέξη "inhalar" έχει αρκετές χρήσεις σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναπνοή και την υγεία.
Inhalar aire fresco: Esto es necesario después de estar en un lugar cerrado.
(Η εισπνοή καθαρού αέρα είναι απαραίτητη μετά από παραμονή σε κλειστό χώρο.)
Inhalar el estrés: Es una técnica que ayuda a calmar la mente.
(Η εισπνοή του άγχους είναι μια τεχνική που βοηθά να χαλαρώσεις το μυαλό.)
Inhalar los vapores: Se utiliza en terapias de aromaterapia.
(Η εισπνοή των ατμών χρησιμοποιείται σε θεραπείες αρωματοθεραπείας.)
Η λέξη "inhalar" προέρχεται από τα λατινικά "inhalare", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το "halare" (να φυσάω, να αναπνέω).
Συνώνυμα: - Aspirar - Respirar
Αντώνυμα: - Exhalar (Εκπνέω)