Η λέξη "inherente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inherente" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.eˈɾen.te/.
Η λέξη "inherente" αναφέρεται σε κάτι που είναι φυσικό ή απαραίτητο μέρος κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που είναι εγγενείς ή κληρονομικές σε ένα αντικείμενο ή κατάσταση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως το δίκαιο και η ιατρική. Κατά γενικό κανόνα, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
La libertad es un derecho inherente a todos los seres humanos.
Η ελευθερία είναι ένα κληρονομικό δικαίωμα σε όλα τα ανθρώπινα όντα.
El riesgo inherente a invertir en acciones debe ser considerado.
Ο εγγενής κίνδυνος της επένδυσης σε μετοχές πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Η λέξη "inherente" χρησιμοποιείται συχνά σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που υπογραμμίζουν την εγγενή φύση ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης.
El peligro inherente de la situación no debe ser subestimado.
Ο εγγενής κίνδυνος της κατάστασης δεν πρέπει να υποτιμάται.
Las dificultades inherentes a este proyecto requieren un enfoque cuidadoso.
Οι εγγενείς δυσκολίες αυτού του έργου απαιτούν προσεκτική προσέγγιση.
Los costos inherentes a la producción deben ser evaluados.
Οι εγγενείς κόστος παραγωγής πρέπει να αξιολογηθούν.
El cambio climático presenta retos inherentes que afectan a todos.
Η κλιματική αλλαγή παρουσιάζει εγγενείς προκλήσεις που επηρεάζουν όλους.
Η λέξη "inherente" προέρχεται από το λατινικό "inherens", το οποίο σημαίνει "αυτό που υποστηρίζει" ή "αυτό που ανήκει σε κάτι".
Συνώνυμα: - esencial (ουσιώδης) - intrínseco (εσωτερικός)
Αντώνυμα: - extraño (ξένος) - externo (εξωτερικός)