inherente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inherente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inherente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inherente" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.eˈɾen.te/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "inherente" αναφέρεται σε κάτι που είναι φυσικό ή απαραίτητο μέρος κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που είναι εγγενείς ή κληρονομικές σε ένα αντικείμενο ή κατάσταση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως το δίκαιο και η ιατρική. Κατά γενικό κανόνα, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La libertad es un derecho inherente a todos los seres humanos.
    Η ελευθερία είναι ένα κληρονομικό δικαίωμα σε όλα τα ανθρώπινα όντα.

  2. El riesgo inherente a invertir en acciones debe ser considerado.
    Ο εγγενής κίνδυνος της επένδυσης σε μετοχές πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inherente" χρησιμοποιείται συχνά σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που υπογραμμίζουν την εγγενή φύση ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης.

  1. El peligro inherente de la situación no debe ser subestimado.
    Ο εγγενής κίνδυνος της κατάστασης δεν πρέπει να υποτιμάται.

  2. Las dificultades inherentes a este proyecto requieren un enfoque cuidadoso.
    Οι εγγενείς δυσκολίες αυτού του έργου απαιτούν προσεκτική προσέγγιση.

  3. Los costos inherentes a la producción deben ser evaluados.
    Οι εγγενείς κόστος παραγωγής πρέπει να αξιολογηθούν.

  4. El cambio climático presenta retos inherentes que afectan a todos.
    Η κλιματική αλλαγή παρουσιάζει εγγενείς προκλήσεις που επηρεάζουν όλους.

Ετυμολογία

Η λέξη "inherente" προέρχεται από το λατινικό "inherens", το οποίο σημαίνει "αυτό που υποστηρίζει" ή "αυτό που ανήκει σε κάτι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - esencial (ουσιώδης) - intrínseco (εσωτερικός)

Αντώνυμα: - extraño (ξένος) - externo (εξωτερικός)



22-07-2024