inhibir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inhibir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inhibir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/fʊˈnibɪρ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "inhibir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την ενέργεια του να περιορίζεις ή να αναστέλλεις κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται στους τομείς της ιατρικής, του δικαίου και περιγράφει την ενέργεια της αναστολής ή της αποτροπής. Η χρήση του είναι κοινή και παρατηρείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El medicamento puede inhibir la producción de acetilcolina.
  2. Το φάρμακο μπορεί να αναστείλει την παραγωγή ακετυλοχολίνης.

  3. Es importante inhibir el comportamiento agresivo en los niños.

  4. Είναι σημαντικό να εμποδίσουμε τη επιθετική συμπεριφορά στα παιδιά.

  5. La ley puede inhibir ciertos actos perjudiciales.

  6. Ο νόμος μπορεί να αναστείλει ορισμένες επιβλαβείς πράξεις.

Ιδωματατικές εκφράσεις

Η λέξη "inhibir" χρησιμοποιείται στις παρακάτω εκφράσεις:

  1. Inhibir la risa en un momento inapropiado.
  2. Να ανασταλεί το γέλιο σε μια ακατάλληλη στιγμή.

  3. Inhibir el impulso de actuar sin pensar.

  4. Να καταστείλει την ώθηση να δράσεις χωρίς να σκέφτεσαι.

  5. Inhibir el miedo ante una situación difícil.

  6. Να αναστείλει τον φόβο μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση.

  7. No se debe inhibir la libertad de expresión.

  8. Δεν πρέπει να καταστέλλουμε την ελευθερία της έκφρασης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "inhibir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inhibere", που σημαίνει "να σταματήσω" ή "να αναστέλλω" (in- + habere), από το "habere" που σημαίνει "έχω" ή "κρατώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Detener (σταματώ) - Suprimir (καταστέλλω)

Αντώνυμα: - Permitir (επιτρέπω) - Fomentar (προάγω)



23-07-2024