Το "inhibir" είναι ρήμα.
/fʊˈnibɪρ/
Η λέξη "inhibir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την ενέργεια του να περιορίζεις ή να αναστέλλεις κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται στους τομείς της ιατρικής, του δικαίου και περιγράφει την ενέργεια της αναστολής ή της αποτροπής. Η χρήση του είναι κοινή και παρατηρείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Το φάρμακο μπορεί να αναστείλει την παραγωγή ακετυλοχολίνης.
Es importante inhibir el comportamiento agresivo en los niños.
Είναι σημαντικό να εμποδίσουμε τη επιθετική συμπεριφορά στα παιδιά.
La ley puede inhibir ciertos actos perjudiciales.
Η λέξη "inhibir" χρησιμοποιείται στις παρακάτω εκφράσεις:
Να ανασταλεί το γέλιο σε μια ακατάλληλη στιγμή.
Inhibir el impulso de actuar sin pensar.
Να καταστείλει την ώθηση να δράσεις χωρίς να σκέφτεσαι.
Inhibir el miedo ante una situación difícil.
Να αναστείλει τον φόβο μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση.
No se debe inhibir la libertad de expresión.
Η λέξη "inhibir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inhibere", που σημαίνει "να σταματήσω" ή "να αναστέλλω" (in- + habere), από το "habere" που σημαίνει "έχω" ή "κρατώ".
Συνώνυμα: - Detener (σταματώ) - Suprimir (καταστέλλω)
Αντώνυμα: - Permitir (επιτρέπω) - Fomentar (προάγω)