Inhospitalario είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [in.os.pi.ta.laˈɾjo]
Η λέξη inhospitalario σημαίνει κάποιον ή κάτι που δεν είναι φιλόξενο ή ενοχλεί τους άλλους. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει χώρους, συμπεριφορές ή καταστάσεις που δεν προσκαλούν την φιλοξενία και την ευγένεια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Ο καιρός σε αυτή την περιοχή είναι αφιλόξενος για πολλούς επισκέπτες.
Su actitud inhospitalaria hizo que nadie quisiera ayudarlo.
Η αφιλόξενη συμπεριφορά του έκανε κανέναν να μην θέλει να τον βοηθήσει.
El albergue resultó ser un lugar inhospitalario para los turistas.
Η λέξη inhospitalario μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αφιλόξενη συμπεριφορά ή καταστάσεις.
Σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, είναι δύσκολο να νιώσεις ασφαλής.
Un hogar inhospitalario no puede ser llamado hogar.
Ένα αφιλόξενο σπίτι δεν μπορεί να ονομαστεί σπίτι.
Su respuesta fue tan inhhospitalaria que todos se sintieron incómodos.
Η απάντησή του ήταν τόσο αφιλόξενη που όλοι ένιωσαν άβολα.
Muchos habitantes consideran la ciudad como un lugar inhospitalario.
Πολλοί κάτοικοι θεωρούν την πόλη ως έναν αφιλόξενο τόπο.
Se siente perdido en un mundo inhospitalario.
Η λέξη inhospitalario προέρχεται από το λατινικό "hospes" που σημαίνει "φιλοξενούμενος" και το πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση.
Συνώνυμα: - Aciago - Desagradable - Hostil
Αντώνυμα: - Hospitalario - Acogedor - Amigable