Το "iniciar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /iniˈθjaɾ/
Η λέξη "iniciar" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να αρχίσεις κάτι, να ξεκινήσεις μια διαδικασία ή να ενεργοποιήσεις κάτι. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στον προφορικό και γραπτό λόγο, και χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην καθημερινή ζωή, αλλά και σε πιο εξειδικευμένα περιβάλλοντα, όπως το νομικό και το στρατιωτικό.
Voy a iniciar un nuevo proyecto.
(Θα αρχίσω ένα νέο έργο.)
Es importante iniciar la reunión a tiempo.
(Είναι σημαντικό να ξεκινήσει η συνάντηση στην ώρα της.)
Necesitamos iniciar el proceso de inscripción.
(Πρέπει να αρχίσουμε τη διαδικασία εγγραφής.)
Η λέξη "iniciar" δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχει και η χρήση της σε πιο αναγνωρίσιμες μορφές.
Iniciar la guerra.
(Αρχίζω τον πόλεμο.)
Iniciar el camino.
(Αρχίζω τον δρόμο.)
Iniciar conversaciones.
(Αρχίζω συζητήσεις.)
Iniciar un cambio.
(Αρχίζω μια αλλαγή.)
Iniciar actividades.
(Αρχίζω δραστηριότητες.)
Η λέξη "iniciar" προέρχεται από το λατινικό "initiāre", που σημαίνει "να αρχίσω" ή "να εισέλθω". Περιέχει τη ρίζα "init", που σημαίνει "αρχή".
Συνώνυμα:
- Comenzar (ξεκινούν)
- Empezar (αρχίζουν)
- Activar (ενεργοποιούν)
Αντώνυμα:
- Terminar (τελειώνω)
- Finalizar (ολοκληρώνω)
- Concluir (καταλήγω)